Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Μ.Ε.Θ.

Μόνο μην τελειώσει τώρα ο καπνός μου
                                    απόψε που η γνώριμη πια ασφυξία με πατάει στο καρύδι
                                                                                                            πάλι
μια ακόμη πιθανή απώλεια δοκιμάζει τις αντοχές μου
επαναφέρει το νόημα που δανείζονται οι ταλαιπωρημένες καρέκλες στη σιωπή
στα κυλικεία των νοσοκομείων
και στους άδειους διαδρόμους

και το γιατί τελικά οι χειρουργικές μάσκες χαμογελούν μόνο στις πορείες

Για όποιον βάλθηκε να μετρήσει την νύχτα με τσιγάρα
            και στήριγμα ψάχνει στα φώτα της πόλης και στους αδέσποτους σκύλους
                        πρόποση, σπονδή  και νεύμα αναγνώρισης του πόνου
στα σκοτάδια των πάρκων των μεγάλων νοσοκομείων που ‘χει φωλιές η θλίψη
            εκείνες τις μικρές ώρες που οι ταξιτζήδες λαγοκοιμούνται στις πιάτσες
κι οι νοσοκόμες ελέγχουν τους ορούς

Γιατί όταν βλέπεις διασωληνωμένα κομμάτια σου
τι να σου κάνουν τα πως και τα γιατί
κι οι λέξεις όταν υποφέρουν
παραιτούνται

μιας κι όταν η προσωπική σου αλήθεια καταρρέει ή βρίσκεται σε καταστολή
ότι μπορούσε να είναι σημαντικό αναβάλλεται

Η διαχείριση της αλήθειας είναι κι αυτή από μόνη της ένας άθλος

Να θυμάμαι μονάχα να λέω έγκαιρα όσα  θέλω
            αλλιώς δεν θα μείνει αρκετός χρόνος για λάθη
                                    και χωρίς λάθη δεν περισσεύουν πουθενά νοήματα για κανέναν

                        έτσι κι αλλιώς ελάχιστα είναι τα πρέπει που παράγουν υπεραξία
όπως όταν όλα μοιάζουν απελπισμένα
            στην εντατική και για ένα, μόνο ένα λεπτό
                                                            μπορούν να ζυγιάζονται τα κότσια σου

Όπως και να έχει, είναι απαίσια αίσθηση να μετράς ζωή
                                                            στις ανάσες ενός παρελθόντος αναίσθητου
μόνος,
νύχτα
με μάσκα μιας χρήσης στο χέρι

            όπως απαίσια φυσιολογικό είναι να νοιώθεις ανήμπορος στον χρόνο

 κι είναι ακόμη πιο απαίσια η απουσία ήχου
από παγωμένα δάκρυα
                                                            σε τσαλακωμένα χαρτοπότηρα καφέ

κι εκείνη η μοναξιά της θλίψης στη σβηστή επιγραφή «ΕΦΗΜΕΡΕΥΕΙ»
με κάνει να ανάβω το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο

Κουράγιο να βγει η νύχτα ρε θείε

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Της παράστασης

Δεν έχω και πολλά να σου πω
φίλε
ίσως μονάχα λίγες λέξεις που τους αξίζουν ολόδικές τους γραμμές
                                                επιλογή
δικιά σου
ο κόσμος όλος

Είναι που ακόμη νοιώθω άβολα όταν κοιτάζω ώρες το κενό
και που δεν έμειναν και πολλά να μπορώ ή να νομίζω
                        κι οι σκιές γνωστό είναι πως δεν ξέρουν να αναπνέουν

Στις ανασκαφές που αναλώθηκε ο χρόνος μας
και στα μπαζώματα που δοκιμάστηκαν οι αντοχές μας
ήταν ωραία
Ε, φίλε;

Όλες εκείνες οι στιγμές που αφήσαμε
και γίνηκαν καρτ ποστάλ
και γράμματα μισοτελειωμένα
                                                βιαστικά καμωμένα σε τοίχους της θλίψης
                                                                        κι ανορθόγραφα από έπαρση
                                                                                                ε, και τι έγινε θα πεις
ίδια οι φίλοι που θα μπορούσαν
                                    σε τοίχους κι αυτοί
                                                            μισοτελειωμένοι
και σε ένα μπουκάλι βότκα εξομολογούμενοι
έγιναν οι μνήμες ανημπόρια και λόγια
του αέρα
λόγια
της αθωότητας και της ψευδαίσθησης
χρεωστικά  υπόλοιπα
                        των τοίχων μας οι ξεφτισμένοι μας σοβάδες
                                                            ε, και τι έγινε θα πω
Όλα γίνονται γύρω μας φίλε, όλα
και τα ρέστα μέσα μας
κάνουν λογιστικές αλχημείες

Είναι κι εκείνο το «τα λέμε» που γκελάρει υπόκωφα
στα σκαλάκια της Καλλιδρομίου
στην μπέρτα του Νικόλα
στο εγκλωβισμένο βλέμμα της Κατερίνας
στο παράλυτο χέρι του Παύλου
στην τραγιάσκα του κυρ Λεωνίδα
στα σκοτεινά γκράφιτι και στην πολύχρωμη Ομπρέλα στο Άγαλμα
δίπλα σε άδεια μπουκάλια ούζου και ρετσίνας
και στις πλάκες της πλατείας
που όλο λέγαμε να τις μετρήσουμε μια φορά
και ποτέ δεν το κάναμε
                                                            σφιχτά
                                                            πάντα σφιχτά κρατάει η μνήμη

Δεν υπήρξε δόλος ούτε κακία
αλλά μάλλον περίσσευε η αφέλεια
που νομίζαμε πως όλα για εμάς ήταν
Όλα εκεί γραμμένα
όλα ταγμένα
Όλα εκεί μείνανε
κι εμείς αλλού
                        στων σκιών μας τα σκιάδια αθέατοι δήθεν

Ούτε κάναμε το φοβερό λάθος
                                                κι ας παίζαμε μαζί του
μας την φέρανε οι συνθήκες όμως φίλε
ο χρόνος μας την είχε στημένη
και τον σωστό δρόμο δεν τον βρήκαμε ούτε εκεί ούτε ποτέ
                                                                                    συν / πλην τίποτε
όσο κι αν ψάχναμε
δεν καταφέραμε ακόμη
«να βαδίσουμε σωστά τον λάθος δρόμο»
            γι’ αυτό αλυχτάμε

                                    μόνο ξέρουμε βόλτα να βγάζουμε τα φαντάσμάτά μας
πρωί βράδυ
                                                                                                με λουράκι δερμάτινο

Σταθήκαμε όμως και τυχεροί αφού δεν χρειάστηκε να κάνουμε και πολλά
Ότι τελικά μας στοίχειωσε, στοιχειωμένη φύση είχε
το ξέρανε αυτά πολλοί πριν από εμάς
αλλά δεν φοβηθήκαμε
κι αυτό μας έκανε όμορφους και δυνατούς
και πικραμένους
                        κι ότι μας άφησε μάλλον ήταν εκείνο που έπρεπε να χαθεί
                        Το αντιστάθμισμα
                        Το ναύλο
Η πληρωμή του βαρκάρη

έτσι η ήττα μπορεί να έχει από σήμερα μια ενοχή λιγότερη

Μου έλειψες ρε φίλε
Κι όπως λέγαμε·
Απόντες γεννηθήκαμε παρόντες μετρηθήκαμε
έρποντες μην καταλήξουμε

Ποιος να το έλεγε ε;
Εμείς οι τότε -η σιωπή του τώρα
που όταν το μπόϊ μας έριχνε σκιές
σιωπούσε ο ήλιος στα πάρκα τα απογεύματα
και λύγιζαν τα κιγκλιδώματα
                       
Σκιές γινόμαστε κάθε μέρα και πάμε
Βήμα το βήμα, ανάσα την ανάσα
Ξοφλάμε φίλε, το νιώθεις;
 Χωλαίνουμε διαρκώς και τρίζουμε απόγνωση
Κι όλο χρωστάμε παντού

Και πόσο πονάνε κι εκείνα τα παράπονα που μας ήθελαν κι εμείς τ’ αρνηθήκαμε

Και δεν χάνουμε παράσταση ε;
Τι κι αν ορίζει το τέλος πάντα ο σκηνοθέτης
Εμείς παίζουμε με την ψυχή μας
Παίζουμε την ψυχή μας
συχνά μας παίζει το μυαλό μας
που και που τα παίζει η καρδιά μας
                        Παιχνίδι όλα ρε φίλε, παιχνίδι με πιόνια
                        Εμάς
Πολλά τα Εγώ μας φίλε, πολλά και ασύνδετα, όχλος             
Αλλά ένα χειροκρότημα το αξίζουμε όλοι μας

Υπόκλιση
Ευχαριστούμε από καρδιάς
Και μαζεύουμε ότι απέμεινε
                        όσα κέρματα τα πέταξε η συντροφικότητα
            στην σκηνή τα μαζέματα
            στα καμαρίνια τα αίματα
                        και σιωπή ρε φίλε
                        σιωπή μην χαλάσει η παράσταση
κι όλες οι αλήθειες μας στον καθρέπτη γραμμένες με κραγιόν
                        σάπιο μήλο
            «Σ’ αγαπώ και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα»

αφού κι ο ρόλος μας απαιτεί να αφήνουμε να μας αγαπάνε
χωρίς πρόβα κατευθείαν στο πάλκο
η ζωή δεν έχει πρόβες
κάθε μέρα και με άλλο κοινό
                              και ας μην υπάρξει τίποτα κοινό
                                                                            με κανέναν
Εξώκειλε ξανά η ώρα  που οφείλουμε να βγούμε νομίζω

Ο θίασος σε νέες παραστάσεις
όσες ακόμη προλαβαίνει
Μέχρι το τέλος της σεζόν

Δεκτά κουπόνια εφημερίδων,
                        ξεχασμένα ραβασάκια σε βιβλία εξαντλημένων εκδόσεων
                        κείμενα με μαύρο στυλό σε χαρτοπετσέτες
και ασπρόμαυρα εφηβικά χαμόγελα

Εισιτήρια προπωλούνται…

(11/12/2012 – Γενάρης 2014)