Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Η αποστασιοποίηση ως ανάγκη αναγόμωσης



Καλοκαίριασε. Για κάποιους  εννοιολογικά και κυριολεκτικά όχι, αλλά το ημερολόγιο επιμένει. Κι αναρωτιέσαι τι θα έπρεπε να σημαίνει κάτι τέτοιο. Και για ποιους. Παραιτείσαι. Από έναν ιδιότυπο μαζοχισμό περιδιαβαίνεις τα στενά στο διαδίκτυο χωρίς σχέδιο, χωρίς να πολυσκέφτεσαι. Μάλλον για να μην σκέφτεσαι και πολύ, για να ξεφύγεις από τα ανεκπλήρωτά και τις πιεστικές ορθές επιλογές που  ζορίζουν απίστευτα τον τελευταίο καιρό.

Πατάς εδώ κι εκεί στο χάσιμο, συχνά ξεκινώντας από καμιά «δικιά σου» φράση  ή σκέψη και πας ψάχνοντας. Να βρεις ίσως από ποιούς και πότε ξαναχρησιμοποιήθηκε. Από ποιούς άλλους. Κάποιοι δηλαδή, την αντανάκλασή μας στους άλλους ψάχνουμε, να δούμε πως φαινόμαστε. Να δούμε αν υπάρχουμε πουθενά εκεί έξω, να τονώσουμε με ψευτοελπίδα το εδώ μέσα μας. Σημάδι αναφοράς μια φράση, μια σκέψη, μια κουβέντα που ακούσαμε παλιά, μια ατάκα, και έπειτα πλατσούρισμα στο χάος. Απίστευτα εγωιστικό και ψωνισμένο μπορεί να πει κανείς κι ένα δίκιο θα το έχει, αλλά σε ποιόν και γιατί θα πρέπει να απολογηθούμε άραγε; Ως τι και από πού κι ως που; Άλλωστε το πληκτρολόγιο είναι ένα μοναχικό και εγωιστικό εργαλείο, μια άτσαλη ψευτοπροσπάθεια επέκτασης του Εγώ μας. Άλλωστε όπως και στον πραγματικό κόσμο, όλα πια ασκήσεις ισορροπίας είναι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Έτσι δεν είναι; Για κοίτα στην τελική τα δάκτυλά σου. Τώρα. Σε μια ώρα. Αύριο. Αντιστέκονται; Πόσο; Για πόσο;

Αν το καλοσκεφτείς, για την ματαιοδοξία μας που φοβόμαστε να αποδεχτούμε, συνδεόμαστε και «επικοινωνούμε». Γιατί είμαστε ματαιόδοξοι χέστες. Στα πρόθυρα της παράδοσης. Και δεν μιλάω για αυτούς που δεν είχαν ποτέ να δώσουν κάτι. Μιλάω για τα «καλύτερα παιδιά που κουράστηκαν και κάτσανε» στο laptop. Για εκείνους τους πολλούς που πίστευαν πως κάτι έχουν να δώσουν. Δωρεάν. Γιατί έτσι έπρεπε. Που βάλτωσαν. Λες και  η αναπόληση και η παρελθοντολογία ζωντάνεψαν σε ψηφιακή μορφή, μας άρπαξαν από τα αχαμνά και μας ευνουχίζουν. Αργά. Ανώδυνα. Και εκεί που ψάχνουμε κρυμμένοι στο χάος να δούμε αν μένει τελικά τίποτα πίσω, από καιρό σε καιρό πέφτουμε πάνω σε κάτι απίστευτους και κάτι απίστευτες και μαζεύουμε το σαγόνι μας από το πάτωμα και κοιτάζουμε την οθόνη άλαλοι.

Κι αναρωτιόμαστε· που είσαστε όλοι εσείς οι άλλοι γαμώτο; Σε ποιόν κήπο μετράτε τις ρίζες σας; Ποια ξηρασία σας κάνει και ανθίζετε; Πως ξοδευόμαστε έτσι μονάχοι μας; Πως τα καταφέρνουμε τελικά και είμαστε τόσο άγνωστοι με τον ίδιο μας τον εαυτό;

Μετά, κάθε φορά, οι πιο ενοχικοί και οι πιο εγκλωβισμένοι προσπαθούμε να κάνουμε restart την ζωή μας. Με τους δικούς μας ανθρώπους. Όσους μας έχουν απομείνει. Με ότι βρίσκουμε πρόχειρο. Παλεύοντας να δώσουμε ξανά νόημα στα βασικά. Ανακαλύπτοντας και πάλι την ομορφιά του να σε κυνηγάνε τα πιτσιρίκια στην παραλία. Να σε αγκαλιάζει η σύντροφός σου. Να μετράς το μπόι σου στα ισκιωμένα έλατα και στα βότσαλα που δίνουν νόημα στις πατούσες σου. Και έτσι ίσως πάρουμε λίγο πάνω μας

Μέχρι την επόμενη φορά που θα σκάσει η πραγματικότητα στα μούτρα μας. Θα δούμε τότε τι και πως. Και πόσοι.

Καλό καλοκαίρι σε όσους

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Lost Soul - Pete Murray



Sometimes I watch my life
And it slowly goes
From black then into white
I know if you Watch the time
Leaves you standing poring over moments in life

I know I've been through black and white
I know I'll put up a fierce fight
I know I lost my soul
I know that I lost my soul

So I wait to sieze the day
The clouded mind
The hell I've a lot to pay
I find that if you know Your way
you get out of this mess

I know I've been through black and white
I know I'll put up a fierce fight
I know I lost my soul
I know that I lost my soul

I know there comes a time To believe in yourself
And grow in confidence Stop hiding behind the door
Like everyone else
Just get out and do your best

I know I've been through black and white
I know I'll put up a fierce fight
I know I lost my soul
I know that I lost my soul

I know that
I'll find my soul

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Στις λέξεις και παντού


Λέω να γράψω ένα βιβλίο για τις ανάσες κάποτε. Για εκείνες τις ασυναίσθητες και μηχανικές κινήσεις που κάνουμε από την στιγμή που θα γεννηθούμε μέχρι που δεν θα έχουμε πια. 

Να καταγράψω το νόημα που φωλιάζει στο κενό ανάμεσα στις λέξεις λέω 
Να το τυπώσω και να το μοιράζω δωρεάν σε φίλους, σε άστεγους, σε απολυμένους, σε πρεζάκια, σε αλκοολικούς, σε μικροαπατεώνες, σε απελπισμένους. Σίγουρα σε μοναχικούς και εγκαταλελειμμένους . 
Σε όσους έχουν ξεχαστεί και όσους έχουν χαθεί τουλάχιστον μια φορά. 
Σε εκείνους που δεν επέστρεψαν ποτέ κι όλη τους η ζωή ήταν ένα φευγιό. Από όλα

Να μιλήσω για εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή που παίρνει ανάσα ο αναγνώστης, όταν ενεργοποιούνται εκείνα τα κέντρα της κατανόησης, της κριτικής, του ονείρου και της πραγματικότητας των αισθήσεων. Σαν πλάνο δρομέα αντοχής που ακουμπά για μια στιγμή μονάχα στην σκιά ενός δέντρου λαχανιασμένος να πάρει βαθιά ανάσα. 
Και μετά ξαναρχίζει να φεύγει

Κάποιος θα πρέπει επιτέλους να πει κάτι για τα κενά ανάμεσα σε οτιδήποτε, που κανένας δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία. Που πάντα το μάτι και η αντίληψη προσπερνούν βιαστικά, τα θεωρούν δεδομένα και συνεχίζουν. 
Προς οπουδήποτε. Σε όλα

Κάποιος θα πρέπει να ασχοληθεί για να επαναφέρει τα αυτονόητα δηλαδή,  πως τελικά, είναι τα κενά που ορίζουν την αρχή και το τέλος των λέξεων, οριοθετούν το νόημα της πλέξης των γραμμάτων, δίνουν  μορφή  στον αιθέρα των λεξοπλασμάτων. 
Είναι τα κενά που διαμορφώνουν το πριν και το μετά.
Στις λέξεις και παντού

Να βρω κουράγιο και να κάνω αλχημείες έστω και  με δανική φόρμα από άλλους και να το φτιάξω χωρίς άλλα σημεία στίξης, πέρα από το κόμμα και την άνω τελεία. Μικρές αναπνοές κι αυτά

Σκέπτομαι μάλιστα να είναι δίτομο. 
Στο ένα θα έχει όλα τα κείμενα συνεχόμενα, χωρίς κενά και παραγράφους. 
Στο άλλο θα έχει μόνο τα κενά και τις άνω τελείες. 
Ίσως και κανένα κόμμα εδώ κι εκεί

Μπας και ξαναμάθω σωστά γραφή κι ανάγνωση


Μπας και ξαναμάθω να αναπνέω

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ξημερώνοντας Δευτέρα


Έστριψα ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι και το άναψα φυσώντας τον καπνό με δύναμη ανατολικά. Ήταν σίγουρα απόγευμα, με εκείνη την όμορφη πλάγια φωτεινότητα που δίνει στα πράγματα ο ήλιος όταν τον έχεις αφήσει πίσω σου. Ήχοι διάφοροι  και άσχετοι με την συμβατική αίσθηση του χρόνου και του τόπου, έρχονταν από γύρω ίσα-ίσα για να τονίζουν πόσα μπορεί να συνδέσει ένα μυαλό, ακόμη και εκεί που δεν το περιμένεις, ακόμη και όταν συνειδητά κοιμάσαι. Και το ξέρεις κιόλας. ¨η τουλάχιστον έτσι νομίζεις.

Η φωνή μου ακούστηκε ξαφνικά δίπλα μου, ακριβώς την ώρα που άναβα άλλο ένα τσιγάρο, ήρεμη, σταθερή και με βάθος. Με κοίταξα σαν να ήμουν πάντα εκεί και αυτή την φορά φύσηξα τον καπνό προς τα πάνω. Δεν μου φάνηκε να είχα αλλάξει και πολύ, αν και σίγουρα φαίνονταν πιο βαθιές οι ρυτίδες στο μέτωπο και πιο άσπρα και μακρύτερα τα μαλλιά μου. Όμορφη εικόνα για τόσο γέρος σκέφτηκα. Αλλά εκείνο το βλέμμα είχε κάτι απροσδιόριστο μέσα του. Όχι τίποτα τρομακτικό, αλλά κι ούτε εύκολα περιγράψιμο. Ίσως και λιγάκι θλιμμένο. Δεν μίλησα, με άφησα να πω.

Ξέρεις –ξεκίνησα- πόσο ζυγιάζεται το να νιώθεις ότι το σώμα και το μυαλό γερνάνε ενώ η ψυχή όχι;
Δεν ξέρεις, δεν μπορείς να καταλάβεις. Μέχρι να το ζήσεις. Ειδικά όταν είσαι νέος, όταν το πολύ είναι μπροστά και το λίγο πίσω, δεν μπορείς καν να εστιάσεις σε κάτι τέτοιο. Τίποτα δεν μπορεί να είναι τρισυπόστατο όταν σε κατακλύζει η ζωή. Λογικό είναι. Άλλα είναι τότε εκείνα που σε ενδιαφέρουν και άλλες οι προτεραιότητες. Δώσε βάση όμως. Χρόνια και απώλειες μετά, θα φτάσει η ώρα που θα αρχίσεις να το νιώθεις στο πετσί σου. Θα έρθει σιγά σιγά, ανεπαίσθητα και ίσως χαμπάρι να μην το πάρεις. Και θα πονάει. Θα φυσάς και θα ξεφυσάς σαν παλιά ατμομηχανή στην ανηφόρα, θα σε στενεύουν όλα τα παλιά, θα ζορίζεσαι  να μαντέψεις που στον κόρακα αρχίζει και προς τα πού σε οδηγεί ο μίτος της καθημερινότητας, θα δυσκολεύεσαι πολύ να καταλάβεις πως λειτουργούν και σε τι χρησιμεύουν όλα ετούτα τα καινούρια, ποιο το νόημα και ποια είναι τα γιατί που τα γέννησαν. Θα τρέχεις ασθμαίνοντας πίσω από εξελίξεις,  ο λόγος σου και η άποψή σου δεν θα μετράνε καθόλου, θα πλατσουρίζεις ανόρεχτα και αδέξια μέσα στην λασπουριά της τεχνολογίας και της εφήμερης πληροφορίας για να μην ξεκόψεις εντελώς από το σήμερα αλλά όλο και πιο ξεκομμένος θα βρίσκεσαι. Και μέσα στην λέρα από το άτσαλο πλατσούρισμα δεν θα σε αναγνωρίζεις στις αντιδράσεις σου, δεν θα μπορείς πια να αφεθείς σε τίποτα με ευκολία δίχως αναστολές όπως παλιά, επειδή οι δεύτερες και τρίτες σκέψεις θα έχουν κάνει κατάληψη στο αυθόρμητο. Η σημασία των χρημάτων που τόσο καιρό απαξίωνες, θα αρχίσει να αναβαθμίζεται όσο πιο δύσκολο θα γίνεται το  να καλύψουν αυτά το ελάχιστο επίπεδο των αναγκών επιβίωσης σου. Και θα νιώσεις απατημένος, πλανεμένος και άδειος. Θα αρχίσεις να καταλαβαίνεις πως τρώει έναν άνθρωπο το μαράζι, όλο και περισσότερο θα σου εμφανίζεται σαν διέξοδος η ζωή του ερημίτη, θα ψάχνεις να βρεις πληροφορίες για τα συμπτώματα της κατάθλιψης και θα τσατίζεσαι που δεν θα μπορείς να αναγνωρίσεις μέσα σε αυτά τον εαυτό σου για να ηρεμήσεις κάπως που τάχα επιτέλους θα μάθαινες τι σκατά τρέχει με σένα.

Όλα θα σου φαίνονται ανούσια, λίγα και ανεπαρκή, δεν θα μπορείς να αισθανθείς πληρότητα πουθενά, θα ζαλίζεσαι αν τυχόν κάτι αναπάντεχο σε κάνει να γελάσεις πολύ, ξέμαθος πια από το πώς γελάνε από ψυχής. Από κυνηγός των εναλλακτικών λύσεων θα αρχίσεις να μεταλλάσσεσαι σε καταγραφέα και παρατηρητή. Κάπου εκεί θα αρχίσει και το αίσθημα πως χόντρυνε το μυαλό σου και γίνεται όλο και πιο δυσκίνητο. Θα κοιτάζεις στον καθρέπτη λιγότερο και όλο και περισσότερο θα βλέπεις χαρακώματα στο πρόσωπό σου. Θα αρχίσουν να βγαίνουν κάτι φαντάσματα από το χρονοντούλαπο και θα σε κυνηγάνε κάθε φορά που κάθεσαι μόνος στο μπαλκόνι, κάθε φορά που περιμένεις το φανάρι να αλλάξει χρώμα, κάθε φορά που θα περιμένεις στην ράμπα του μετρό για να πας δήθεν κάπου αλλού. Θα σιχαθείς τις οθόνες και θα αναζητάς σύννεφα είτε κοιτώντας τον ουρανό είτε τα σκονισμένα πλακάκια στα πεζοδρόμια. Κι όταν θα ανακαλύπτεις κανένα, δεν θα αισθάνεσαι το ίδιο όπως παλαιότερα. Θα αρχίσεις να αποφεύγεις να κοιτάς τα μάτια των άλλων για να μην δεις εκεί ζόρια μεγαλύτερα από τα δικά σου που δεν θα έχεις πια αντοχές για να δείξεις αληθινό και ανθρώπινο ενδιαφέρον. 

Τέρμα και με τις  ενοχές. Απλά θα εξαφανιστούν. Θα γίνεις καχύποπτος, απόμακρος, νευρικός και θα νευριάζεις με το παραμικρό. Αλλά δεν θα εκτονώνεσαι. Θα διαπιστώσεις πως αντέχεις και υπομένεις απίστευτα πολλά που δεν πίστευες ποτέ πως θα μπορούσες. Μπορεί και να σε μισήσεις. Μετά ίσως και να μην σου δίνεις καμία σημασία. Κι ο καιρός θα περνά.

Αν φανείς τυχερός, θα ξεχαστείς και θα πεθάνεις ήσυχα στον ύπνο σου χωρίς να ενοχλήσεις κανέναν και χωρίς να αφήσεις βάρη για τους δικούς σου.
Κάπου εκεί μπορεί και η ψυχή σου να γαληνέψει. Αν μάλιστα τελικά υπάρχει τρόπος, με κάποιον τρόπο να έχεις κάποια ακόμη ευκαιρία, θα δοκιμάσεις από την αρχή με νέα δεδομένα να δεις που θα σε βγάλει αυτή την φορά. Κόψε μόνο το τσιγάρο, θα σε ταλαιπωρήσει από νωρίς και δεν θα το θέλεις. Αν είναι να σε βρει γαλήνη, θα σε βρει όπως και να έρθουν τα πράγματα, να το θυμάσαι αυτό.

Θέλησα να ρωτήσω πως είμαι τόσο σίγουρος. Δεν το έκανα. Δεν πρόλαβα, δεν ήθελα, δεν είμαι σίγουρος. Στο επόμενο καρέ είχα ήδη φύγει. Στο βάθος ακούστηκε να σπάει κάτι γυάλινο. Μετά, τίποτα.

Το πρωί ανακάλυψα πως είχε πέσει ο καθρέπτης στο μπάνιο και έγινε θρύψαλα. Μάζεψα τα κομμάτια σε μια σακούλα και προς στιγμή σκέφτηκα να πετάξω μαζί και τον αναπτήρα. Τον έβαλα όμως στην τσέπη και ξεκίνησα για το σχολείο, κάνοντας μια στάση για να αγοράσω καπνό. Ασυναίσθητα κοίταξα προς τα πάνω και μου φάνηκε πως είδα κάτι βαθιές ρυτίδες να ξεπροβάλλουν ανατολικά.

Αποφάσισα να ανάψω τσιγάρο αργότερα. Τουλάχιστον, όσο αργότερα θα άντεχα. 
Ξεκόλλησα τον εσωτερικό καθρέπτη από το παρμπρίζ και τον πέταξα στο κάθισμα του συνοδηγού. "Σκάσε" του μούγκρισα μέσα από τα δόντια μου και έβαλα μπροστά την μηχανή.