Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Stevie Ray Vaughan Tightrope





Caught up
in a whirlwind can't catch my breath
Knee deep
in hot water broke out in a cold sweat
Can't catch
a turtle in this rat race
Feels like
I'm losin' time at a breakneck pace

Afraid of
my own shadow in the face of grace
Heart full
of darkness spotlight on my face
There was
love all around me but I was lookin' for revenge
Thank God
it never found me would have been the end

(I was)
walkin' the tightrope steppin' on my friends
Walkin' the
tightrope (it) was a shame and a sin
Walkin' the
tightrope between wrong and right
Walkin' the
tightrope both day and night

Lookin'
back in front of me in the mirror's a grin
Through
eyes of love I see I'm really lookin' at a friend
We've all
had our problems that's the way life is
My heart goes
out to others who are there to make amends

We've been
walkin' the tightrope tryin' to make it right
Walkin' the
tightrope every day and every night
Walkin' the
tightrope bring it all around
Walkin' the
tightrope from the lost to found

Walkin' the
tightrope stretched around the world
Walkin' the
tightrope save the boys and girls
Walkin' the
tightrope let's make it right
Walkin' the
tightrope do it do it tonight


Walkin' the tightrope

Αφιερωμένο στους φίλους εκεί έξω. Οπουδήποτε.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Η άλλη πλευρά του φεγγαριού (λήψη τρίτη και κλείσιμο)





(... Συνέχεια από Δεύτερη Λήψη...)

Μια ακόμη νύχτα κρεματόριο
                                    ξηλώνει ουρλιαχτά πεζοδρόμια.
Κι αν δεν τολμάς να κοιτάς στα μάτια,
                                                            αυτήξέρει πως. Πριν ακόμα.
Σε κάθε πληγωμένο βήμα στήνει μπλόκο ,
με την σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού σε εντεταλμένη υπηρεσία
να με κρατά σε μια θλίψη εγρήγορση και να μου κάνει αναγνώριση στοιχείων.
Με στριμώχνει στα σκοτεινά
και μου κάνει αλκοτέστ,
με το περίσσιο θράσος της ανέπαφης γκόμενας,
εκείνης που στο ξύπνιο μας ποτέ δεν πατήσαμε,
χαμογελάει μελανά μάτια,
με συνοδεύει ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου,
                                                ως μόνιμη πορεία μελλούμενου ζώντος,
παραδομένες πληγές τα χαραγμένα αρχικά μας,
εκεί που τα καλοκαιρινά βράδια παραχώναμε την αθωότητά μας.
Με μαύρες κόρες κι άσπρους γιούς ζητάει αποδείξεις.
Αν μετάνιωσα,
αν εξακολουθώ να γυρίζω άσκοπα
κι αν περνάω συχνά από εδώ.
Με ελέγχει.
                                    Κεντάει υποψία το μυαλό μου κι όλα του τα σφραγισμένα,
με δένει σε μια ασθενική δέσμη φωτός,
                                                και με ανακρίνει μέχρι εξάντλησης.
Ψάχνει αν έχει απομείνει τίποτε αυθεντικό πάνω μου
και στην σιωπή μου άχνα δεν βγάζει.

Κι όταν αρχίζω να ψελλίζω δικαιολογίες
πως δεν ξέρω πια τίποτα,
πως έχω μια καινούρια ταυτότητα εδώ και καιρό,
κι απόκτησα  με μικρές παλιές παραχωρήσεις, ένα καθάριο κούτελο – διαπιστευτήριο,
                                                “Ανεπαρκές” μου γνέφει,
όπως όλα τα μικρά ψέματα της ζωής μας.
Κι η συντήρησή τους στοιχίζει πολλά.
Τραυλίζω πως έχω κι άλλα άλλοθι.
Ένα μέτωπο με δυο βαθιές ζάρες κι αμέτρητες μικρότερες,
έστω κι αν στα ζόρικα εξακολουθεί να γυαλίζει έντονα ιδρώτα και με δείχνει ύποπτο.
Κι ένα αμήχανο και άτσαλο χαμόγελό από συνήθεια,
που επιβαρύνει την θέση μου με κάνει να φαίνομαι ανήθικα φευγάτος,
                                                            μόνιμα με λανθασμένο συγχρονισμό.
                                                                                                            Αδιαφορεί.
                        Δεν πιάνει τίποτα. Την νύχτα οι δικαιολογίες στερεύουν.

Σαν τους κρατήρες χάσκουν οι παλιές πληγές,
σκόρπιες κι ανάκατες,
η μια πάνω στην άλλη. Ζωές.
Μοναξιές σε τροχιά
και μια υποψία θάλασσας με υπόγεια νερά να κυλούν,
άμμος τώρα και πεθαμένες πέτρες.

Από καιρό σε καιρό φυσάει ανάσες,
παρέα με κάτι ξεχασμένα ροκ του ‘70 και του ’80,
και όσους ματαίωσαν τα φευγιά τους να στέκουν,
και να περιμένουν κάποια άκατο να προσεληνωθεί.
Και κάθε που έχει πανσέληνο, όσοι πνιγμένοι από τις αναβολές,
της γυρνάμε πλάτη απελπισμένοι,
να βλέπουμε τουλάχιστον αυτό που αντέχουμε·
την σκιά μας,
και να φανταζόμαστε πως επιτέλους κατακτήσαμε την άλλη πλευρά.
Ο Αύγουστος συνήθως μας κάνει αυτή την χάρη δυό φορές,
εμείς πάλι στον εαυτό μας καμία – αχάριστα ρεμάλια και δεινόσαυροι, τι περίμενες;

Μας μένει ένα μαύρο εξώφυλλο βινυλίου στα χέρια
να διαχέει πρισματικά το φως
σε Ότι Χρώμα Σου Αρέσει,
όσο ο Χρόνος εξακολουθεί και περνάει τα πρωινά άτσαλα
κι αναίτια υπομονετικά
κι ευτυχώς που έχουμε δικές μας κάποιες νύχτες ακόμη,
ή τέλος πάντων ότι απέμεινε κι απ’ αυτές,
κι έτσι πορευόμαστε όπως όπως.
Στο Τρέξιμο,
και μόνιμη την ανατριχίλα στην Μεγάλη Εμφάνιση στον Ουρανό
και την Ανάσα της.

Μίλα μου,
γιατί όλο και περισσότερο μένουν άφωνες οι σκιές μας,
κι Εμείς κι Αυτές
κι όλα τα λόγια μας ξεμακραίνουν μαζί τους.

Το ξέραμε άλλωστε από τις πρώτες νότες
πως θα τελειώσει κάπως έτσι·
Εγκεφαλική
Βλάβη κι Έκλειψη…

                                                                        Για τους φίλους που ονειρεύονται ακόμη
και το φως τους χρωστάει μερικές σκιές…

(Cut. Primary version Αύγουστος 2012. Remake Αύγουστος 2014)

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Η άλλη πλευρά του φεγγαριού (λήψη δεύτερη)


(... Συνέχεια από Πρώτη Λήψη.Έναρξη Δεύτερης λήψης...)

Μια οθόνη όλα
                        παλιές προβολές σινεμασκόπ με χιλιοπαιγμένες κόπιες
κι εμείς στα θερινά σινεμά ψάχνουμε τα κότσια μας
συνεχίζουμε να μην κουνάμε ως τους τίτλους τέλους
με ένα κριτικό δήθεν στο βλέμμα και στην άποψη
μασουλάμε διακριτικά πατατάκια, πασατέμπους και την παραμύθα μαζί,
αφήνουμε πάντα άλλοι να παίζουν με το σενάριο
ειδικοί να ορίζουν πως θα γίνουν οι λήψεις
και μεταπράτες να μοιράζουν ρόλους και ρολάκια
Τόσο πλανεμένοι, τόσο κουρασμένοι, τόσο αδύναμοι.
                                                                                    Τόσο παλιοί.
Και νεκροί οι ήχοι έρπουν πάνω μας

Μας μένουν αμανάτι κάτι ξεχαρβαλωμένες βραδιές
που αλκοολούχα γιατί και αφρίζοντα επειδή αυτοκτονούν σε φέρετρα γυάλινα,
στα ξεχασμένα μπαράκια με πελάτες τους ξεχασμένους έφηβους ,
μετρώντας τις νυχιές στο ξύλο της επένδυσης και στις μπάρες από κορμούς δέντρων,
λουστραρισμένους τύμβους από αγωνίες αμέτρητες και καψίματα από τσιγάρα,
απομεινάρια σχεδίων,
παλιών ναυαγών,
παρόμοιων ναυαγίων,
που κάποτε μέτρησαν κι αυτοί εδώ την επιβίωση.
Πνιγμένα χθες πάνω σε περιστρεφόμενα σκαμπώ που τρίζουν
με τους αγκώνες ακουμπισμένους πίσω κι αγκαλιά το ποτήρι
ζευγαρώνουμε μόνο με ποτά straight και πίκρα στον ουρανίσκο
 γύρω από παγάκια, ομπρελίτσες, ελίτσες και κερασάκια μαρασκίνο
και φανταχτερά κοκτέιλς από κυκλαδίτικες πινελιές
μαζί με ξένα ονόματα που δεν θυμάται κανένας πια
και ίσως να μην υπήρξαν ποτέ.
Χτυπάει καλά  η μνήμη
και συχνά σερβίρει κώνειο με θεατρικές κινήσεις
με επιτηδευμένα γαλήνιο βλέμμα επαγγελματικής ανοχής
ή ενοχής.
Σπάνια ενδιαφέρει άλλωστε κανέναν ο διασκεδαστής.
Μόνο το έργο του μετράει.
                                    Και οι νεκροί του.

Εκείνες λοιπόν τις μικρές ώρες που οι συγγνώμες στοιχειώνουν,
όσο ψάχνω να βρω πειστικούς τρόπους να μην,
όλα τα φώτα του σύμπαντος με έχουν χεσμένο,
η σχεδία μου μπάζει από παντού,
και διαλύεται.
Η ακαθόριστη μορφή με τα σφηνάκια τεκίλας που με κερνάει,
                                                                        μπορεί να είμαι κι εγώ,
                                                                                    μπορεί κι εγώ να μην είμαι πια,
μπορεί  να μην όλοι μας ,
σηκώνω πρόποση στο είδωλό μου,
απέναντι,
την κάνω όπως και να έχει,
αόριστη η συγκατάβαση στον θολό καθρέπτη της μπάρας,
και στης ζωής μου τα περασμένα εύχομαι αιωνιότητα,
                                                                                    μνήμη,
κι άσπρους πάτους.
Τόσους όσους και τα γιατί που τους χρωστώ μια εξήγηση.

Όταν τελικά οι ομίχλες φουντώσουν, ανάβει η ταμπέλα προς την έξοδο
με παίρνει αγκαζέ η ώρα των γυρισμών
και πάμε παρέα τοίχο-τοίχο.
                                    Τρεκλίζοντας.
Άτσαλη η πορεία της συγχώρεσης.
Αβέβαιο και το αντιστάθμισμα ζωής ξοδεμένης στην μέση του δρόμου
με ανοιχτά τα ερωτηματικά να χάσκουν,
που  για  μια ψευδαίσθηση ελέγχου· δίστασε,
πήρε με σπουδή όλες τις στροφές ανοιχτές,
τάχα πως θα προληφθεί το αναπάντεχο.
                                    Και τελικά πουθενά δεν έφτασε.
                                                            Εδώ έμεινε. Μέσα.


                                                                       (...Cut... Τέλος Δεύτερης Λήψης...)

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Η άλλη πλευρά του φεγγαριού (λήψη πρώτη)


Ταραγμένος ο ύπνος κι οι νύχτες φοράνε τζάκετ στρατιωτικό ,
πουκάμισο μονόχρωμο παλιομοδίτικο με επωμίδες,
τζιν παντελόνι και ταλαιπωρημένα μαύρα παπούτσια με κορδόνια,
φυλακίζουν χέρια βαθιά στις τσέπες. 
Και δρόμος.

Αφήνουν στάμπα μυαλό πλάϊ στα χαρτάκια και τον καπνό
και ζωντανεύουν με θόρυβο εκείνα τα παλιά ημερολόγια τοίχου με μηχανές
σε νυχτερινή βάρδια βενζινάδικου με βρεγμένη την άσφαλτο κι αντλίες άδειες.

Στις σκιές καμουφλάρουν κάτι βινύλια της θλίψης και του χαμού
κάτω από στοίβες παλιών περιοδικών
και πασχίζουν να ολοκληρώσουν κάτι·
                                                            οτιδήποτε,
με μισά χαμόγελα από τσιγάρα που κρέμονται στραβά
στην άκρη των χειλιών
όσων μένουν μόνιμα πίσω από την εποχή τους
αυθόρμητη απόσταση από τα πλαστικά θέλω των πολλών.

Κυλιόμενες σκιές οι αποχαιρετισμοί στις κόρες των ματιών
με μια ερήμωση σαν σχισμένη αφίσα για αποτυχημένο συλλαλητήριο,
ξεχασμένη
από την εποχή που οι χειραψίες άρχισαν να χαρακώνουν βαθιά τα δάχτυλα
αφήνοντας την πίκρα υγρή, το αντίο ανάμεσά τους να ουρλιάζει
και ξεχασμένους αναπτήρες zippo στο τραπέζι της κουζίνας.

Αυτές τις νύχτες που πάντα φυσάει και το φως λοξεύει
βρίσκονται πάντα οι κερκόπορτες στους ξεχαρβαλωμένους λεπτοδείκτες
και μπαίνουν σαν φίλοι,
κλέφτες συνειδήσεων μέσα από έγχρωμες οθόνες.
Δόλωμα. Και τσιμπάμε.
Μαζεύουν όλους τους παλιούς καθρέπτες με τις στάμπες τις πολυκαιρισμένες
και τους τοποθετούν απέναντί.
                                                                        Και γύρω. Αποκλεισμένοι από τα είδωλα.

Μας στήνουν στα τείχη σαν αχυρένιους στόχους
κυρτούς και κοίλους
ντυμένους εικόνες από παλιές ταινίες
ασπρόμαυρες
που όλα τα σημαντικά φιλμάρονταν σε αργά πλάνα με βροχή
κι οι ήρωες μόνιμα γύρναγαν την πλάτη στα εύκολα
άφηναν το κορίτσι με απορία,
μέσα σε λιτές και διφορούμενες παραδοχές
πως είναι επίσημα παντρεμένοι με την επιβίωση
κι έχουν ερωμένη την Τιμή
και το πίστευαν κιόλας
και χάνονταν
μέσα στον αχό μιας μάχης που σχεδόν ποτέ δεν ήταν η δική τους

πάνω σε μια παλιά Indian.



(... Cut. Τέλος Πρώτης Λήψης...)