Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Της άπνοιας


Τα προηγούμενα χρόνια, στην «προ κρίσης» περίοδο, δεν ήταν να μπω σε βιβλιοπωλείο. Ένα πήγαινα να πάρω, με πέντε-έξι-επτά έφευγα.

Αν μάλιστα γινόταν και κανένα παζάρι με παλιά βιβλία πουθενά και το έπαιρνα χαμπάρι, έφευγα με τσάντες. Της κολάσεως γινόταν κάθε φορά. Μετά άραγμα στον καναπέ ή στο μπαλκόνι όταν ο καιρός το επέτρεπε και βουτιά στα τυπωμένα κύματα.

Ήταν και μια προσωπική εκτόνωση και άμυνα στον ψυχαναγκασμό των γιορτών, στα ντυμένα γιορτινά «πρέπει»:
στο να «πρέπει» να αισθάνεσαι «χαρούμενος», στο να «πρέπει» να χαμογελάς και να μην είσαι μουρτζούφλης, στο να «πρέπει» να ψωνίσεις και να καταναλώσεις επειδή «οι μέρες το απαιτούν», στο να «πρέπει» να βγεις στην αγορά να πάρεις «γεύση» εορτών, στο να «πρέπει» να ευχηθείς σε συγγενείς και «φίλους» που για ένα χρόνο χέστηκαν που είσαι, τι κάνεις, πως περνάς, στο να «πρέπει» να βρεις τα σωστά δώρα γιατί «οι μέρες το απαιτούσαν», στο να «πρέπει» δείξεις «ανθρώπινο πρόσωπο» και να βοηθήσεις τους αδύναμους και τους πένητες, άσχετα με το αν με κάποιος τρόπο εσύ το έκανες ήδη όλο τον υπόλοιπο χρόνο, τώρα θα έπρεπε να το κάνεις λόγω ημερών ΜΑΖΙ με όλους εκείνους που καρφάκι δεν τους καιγόταν πριν, να συμπλεύσεις δηλαδή με την εορταστική υποκρισία.

Αυτά παλιά.

Τώρα που οι αντοχές έχουν πιάσει πάτο, τώρα που μετράω και ξαναμετράω τα φράγκα που δεν βγαίνουν και βάζω χέρι στους κουμπαράδες των παιδιών και την ψωροσύνταξη της μάνας μου και κιχ δεν «δικαιούμαι» να βγάλω επειδή είμαι από τους προνομιούχους που έχουν δουλειά, τώρα που αυξήθηκαν σε απίστευτο βαθμό οι φίλοι που δεν την βγάζουν παρά μόνο με δανεικά, τώρα που λόγω βιώματος και όχι απλής «άποψης» σιχάθηκα ακόμη περισσότερο διάφορες «κάστες» συνδικαλιστών, πολιτικών, «πολιτικών», τύπων του στυλ «εγώ δεν είμαι, αλλά...», κάτι απίστευτους δήθεν και κάτι εντελώς φελλούς που αγωνίζονται να επιπλεύσουν και να κάνουν ύπτιο στα βοθρόνερα, κάτι τελεμέδες που έχουν το θράσος να προσπαθούν ακόμη να πουλήσουν μαγκιά και αντριλίκι και φύκια για μεταξωτές κορδέλες, κάτι ραγιάδες που μαζί με την ψευδαίσθηση της «επιτυχίας και του ονείρου» τους έφυγε όλη η μαγκιά και ο τσαμπουκάς, κάτι γλοιώδεις τύπους που ψάχνουν να πατήσουν πάνω στην δυστυχία του άλλου για να «σωθούν» οι ίδιοι, τώρα λοιπόν που πέφτουν ένα-ένα τα άχρηστα λέπια του εφησυχασμού και της ψεύτικης δηθενιάς του «ευ ζην» σαν νεκρές φολίδες από το δέρμα μας, τώρα, όλα εκείνα τα βιβλία που έχω καβατζώσει τόσο καιρό με κοιτάζουν με κοροϊδευτικό υφάκι και θέλω να τα πάρω και να σχίσω σελίδα-σελίδα κι ας είναι πολλά αδιάβαστα ακόμη.

Που να διαβάσω τίποτα δεν με συγκινεί

Που να γράψω κάτι δεν μου βγαίνει
Κι αν γράψω κάτι, δεύτερη φορά δεν με κοιτάζω

Που κολλάνε τα δάχτυλα στις χορδές και δεν

Πού τόση αγάπη δίπλα μου δεν μπορώ να την εσωτερικεύσω

Που αδιαφορώ για το αν η μαυρίλα μου έξω από το σπίτι χαλάει ζαχαρένιες

Μόνο να βλέπω ουρανό θέλω και σύννεφα
Και την Λίμνη να με καθρεπτίζει ανάποδα μέσα μου
Και να φεύγω

Ένα εξώφυλλο μου λείπει μόνο
Να το ντυθώ, να με σχίσω σελίδα-σελίδα και να με αφήσω στους αέρηδες


Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Αγάντα Μανώλη...


Υπέπεσε σε παράπτωμα.
Ήρθε στο γραφείο μαζί με τους άλλους, ο μόνος με δάκρυα απεγνωσμένης λύσσας στα μάτια.
Οι κανόνες λένε πως έπρεπε να τιμωρηθούν. Όλοι.
Τιμωρήθηκαν.
Ο ίδιος, ο μόνος που παραδέχτηκε πως έπρεπε.
Και φάνταζαν απίστευτα αντρικά τα παντελόνια του στα εφηβικά του πόδια. 
Αποδιοπομπαίος τράγος των νταήδων.
Σήκωσε όμως ανάστημα και ανέλαβε το τίμημα.
Κουβαλητής δύσκολων παιδικών χρόνων.
Μοναχοπαίδι με άνεργους γονείς.
Με οικογενειακά προβλήματα.
Με το παρελθόν βαρύ, το παρόν δύσκολο, το μέλλον υποθηκευμένο.
Ολόκληρος μια αναζήτηση ελπίδας στα μάτια.
Και μόνος.
Κι εγώ δεμένος χειροπόδαρα και λίγος, να μην μπορώ να βοηθήσω πέρα από λόγια.
Να ψάχνω να βρω τρόπο να τον στηρίξω.
Εγώ που έχω τα στηρίγματά μου λειψά και ελάχιστα.
Να του δίνω τηλέφωνα υποστήριξης και να μην έχω ένα τηλέφωνο να πάρω να με στηρίξει κι εμένα.
Και να λέει. Και να κλαίει.
Και να ξέρω πως πάει σε «ειδικούς».
Και να πρέπει να κρατήσω απόσταση.
Και να βοηθήσω.
Και να στηρίξω.
Και να θέλω να ουρλιάξω.

Στείλτε «εθελοντές» ρε, να δούμε τι θα καταφέρετε.
Στείλτε πενταμηνίτες με ΕΣΠΑ, να επενδύουν πάνω τους συναισθηματικά ο Μανωλάκης, η Άννα, ο Νίκος, η Μαρία.
Και μετά να τελειώνει το κονδύλι και να σκάει στις πλάτες τους διπλή η μοναξιά και η απελπισία.
Στείλτε κωλόχαρτα να συμπληρώσουμε, «επείγοντα» και «εξαιρετικά επείγοντα», ζητήστε έντυπα και εκθέσεις και στατιστικά.
Να καλύψετε την ανεπάρκειά σας να βοηθήσετε τον Μανωλάκη και τον κάθε άλλον μαθητή.
Και μην αμελήσετε να βγάλετε σε διαθεσιμότητα συναδέλφους που στήριζαν με την ψυχή τους τα σχολεία και στήριζαν με φιλότιμο τα χάλια που τόσα χρόνια κανένας από το σινάφι σας δεν είχε την μπέσα και τα κότσια να ασχοληθεί.
Και μετά ελάτε να «αξιολογήσετε» κιόλας.
Να κάνετε τον Μανωλάκη «αριθμητικό στόχο προς επίτευξη» και «δείκτη παραγωγικότητας».

Θα σκάσουν στα μούτρα σας όλα αυτά κάποια στιγμή

Τα μάτια του θα σας κάψουν ρε άκαπνοι, άσχετοι και ανάλγητοι.

Κράτα Μανώλη, όλοι μόνοι μας είμαστε.
Ίσως κάποιοι περισσότερο, αλλά τουλάχιστον εμείς το ξέρουμε.
Κι αυτό από μια μεριά, μας κάνει ξεχωριστούς και μοναδικούς.
Να μην τους κάνουμε την χάρη, να μην λυγίσουμε

Κι αν με έκανες να γυρίσω σπίτι διαλυμένος σήμερα, μου έδωσες αφορμή να αγκαλιάσω τα παιδιά μου.

Κράτα φίλε, κράτα αδερφέ…

Κράτα να αντέξουμε και οι υπόλοιποι…