Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Eric Clapton and Friends 2014 - Train To Nowhere (J.J.Cale)



There is a train that
goes to nowhere

Need no ticket for you to ride
Put you in a car they call the sleeper
It's nice and warm inside
The days are never numbered
The nights don't matter at all
Your time is no longer counted
This train has got you now
Some folk can't get off
Mystery fates for you
There'll be no friends with you now
The ride is just for you

Train
that goes to nowhere
you can ride
you can ride  (x2)

Can't sit down can't stand up
No one will ever show
Things that used to be so real
Vanish from your soul

Train that goes to nowhere
you can ride
you can ride  (x2)

The goal
is never what it is

The goal will never be
The light stays dim a long time now
It's hard for you to see
Talk about the pathway
Way beyond your sign
Another time another mind
That is the way of life

Train that goes to nowhere
you can ride
you can ride  (x2)

Wanna know what it is
What it's gonna be
You ride this train no way out
Only you and me


Train that goes to nowhere
you can ride

you can ride  (x2)


(Υ.Γ. : Εβίβα...)

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Στενή γραμμή



Ώρες ώρες, με στενεύουν τα ρούχα μου. Όχι όλα, μόνο εκείνα που με φορούν μέσα τους.

Στις ραφές. Εκεί που ορίζεται το μπρος και το πίσω τους.

Φανερά μεν πιο αδύνατος και νευρώδης,αλλά το στένεμα αυξάνει.
Φτιαγμένα από παράταιρο μείγμα εμπειρίας, χαβαλέ, αυτοσαρκασμού και μπέσας. Δύσκολα διαχειρίσιμα τα υλικά, διπλόγαζα ντόμπρες οι ραφές, κρατάνε τσάκιση αλλά τραβάνε στις μασχάλες.  Και στον καβάλο. Κι όπου υπάρχει κλείδωση.

Ακίνητο δεν με ενοχλούν, απλά τα νιώθω. Της ακαμψίας ρούχα, τι τα θες;

Όλο και τρώγομαι με τα ρούχα μου, όλο και σιχαίνομαι τους καθρέπτες

Συνήθως την αφορμή την δίνουν τα υιοθετημένα μου επειδή, η απαλλοτριωμένη υπεραξία του λόγου των άλλων και το ζαρωμένο μέτωπο από τα ζυγιάσματα του πρέποντος και του θέλω. Και οι παλιομοδίτικοι μεγάλοι γιακάδες.

Όσο για τις αιτίες, αμέτρητες. Τόσες, όσες και η ελπίδα των εραστών. Και οι αφορμές από κοντά.

Κάπου εκεί συνήθως αρχίζω και πιέζομαι να με επαναφέρω στην τάξη και πιέζομαι να βγάζω τον σκασμό. Μερικές φορές χαμογελώ κιόλας, κατεβάζω το βλέμμα και απλά φεύγω.

Έπειτα, παίρνω τηλέφωνο κανέναν φίλο που του έχουν απομείνει τίποτα αντοχές, σπάζω τους καθρέπτες μου και βγαίνω έξω.

Ευτυχώς, τα βήματά μας όταν αφεθούν, έχουν γνώση. Τα δικά μου με πηγαίνουν σε μέρη που ανέκαθεν ακούγονταν πολλές κουβέντες.
Να καλύπτεται ο αντίλαλος της μοναξιάς στους άδειους δρόμους και στα έρημα παγκάκια.

Υγρασία η μοναξιά όμως, δεν αφήνει βαθιές τις ανάσες, περονιάζει ως το κόκαλο.

Στην βόλτα επάνω καβατζώνω γερά κάτι σκοροφαγωμένα άλλοθι, κλείνω την σιωπή σε γυάλινη φιάλη και την πίνω άσπρο πάτο. Κρυφά. Μην με δω και με λυπήσω.

Μπούχτισα λέξεις παλικάρι, κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο και ας μην πούμε τίποτα.

Έχω κοιτάξει τόσες πολλές ώρες τις σόλες των παπουτσιών μου τελευταία, που ξεβάφτηκε το χρώμα τους. Κι άκρη δεν βρήκα.

Οι άκρες είναι για όσους κοιτάνε απ΄ έξω. 
Οι μέσα, το μόνο που βλέπουν είναι μια συνέχεια. Ή η απουσία της.

Ζω και πεθαίνω σε κάθε βήμα. Δεν ξέρω με ποια σειρά. 
Εξαρτάται από πού με κοιτάς.

Σαβανωμένες ξεκινούν οι μέρες μας και τα βράδια αλκοολούχα όνειρα ξεστρατίζουν τα αύριο που μας κλήρωσαν. Μαλακισμένο το κλισέ, αλλά αυτό είναι, δεν έχει άλλο

Επειδή αυτό που είσαι, είναι γαντζωμένο μέσα σου.

«Μην αφήσεις αυτό που σε τρώει να χορτάσει.»

Φά’ το πρώτος.

Να πασχίζεις να επιβιώσεις και η άνοιξη να σου χτυπάει την πόρτα...