Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Της άπνοιας


Τα προηγούμενα χρόνια, στην «προ κρίσης» περίοδο, δεν ήταν να μπω σε βιβλιοπωλείο. Ένα πήγαινα να πάρω, με πέντε-έξι-επτά έφευγα.

Αν μάλιστα γινόταν και κανένα παζάρι με παλιά βιβλία πουθενά και το έπαιρνα χαμπάρι, έφευγα με τσάντες. Της κολάσεως γινόταν κάθε φορά. Μετά άραγμα στον καναπέ ή στο μπαλκόνι όταν ο καιρός το επέτρεπε και βουτιά στα τυπωμένα κύματα.

Ήταν και μια προσωπική εκτόνωση και άμυνα στον ψυχαναγκασμό των γιορτών, στα ντυμένα γιορτινά «πρέπει»:
στο να «πρέπει» να αισθάνεσαι «χαρούμενος», στο να «πρέπει» να χαμογελάς και να μην είσαι μουρτζούφλης, στο να «πρέπει» να ψωνίσεις και να καταναλώσεις επειδή «οι μέρες το απαιτούν», στο να «πρέπει» να βγεις στην αγορά να πάρεις «γεύση» εορτών, στο να «πρέπει» να ευχηθείς σε συγγενείς και «φίλους» που για ένα χρόνο χέστηκαν που είσαι, τι κάνεις, πως περνάς, στο να «πρέπει» να βρεις τα σωστά δώρα γιατί «οι μέρες το απαιτούσαν», στο να «πρέπει» δείξεις «ανθρώπινο πρόσωπο» και να βοηθήσεις τους αδύναμους και τους πένητες, άσχετα με το αν με κάποιος τρόπο εσύ το έκανες ήδη όλο τον υπόλοιπο χρόνο, τώρα θα έπρεπε να το κάνεις λόγω ημερών ΜΑΖΙ με όλους εκείνους που καρφάκι δεν τους καιγόταν πριν, να συμπλεύσεις δηλαδή με την εορταστική υποκρισία.

Αυτά παλιά.

Τώρα που οι αντοχές έχουν πιάσει πάτο, τώρα που μετράω και ξαναμετράω τα φράγκα που δεν βγαίνουν και βάζω χέρι στους κουμπαράδες των παιδιών και την ψωροσύνταξη της μάνας μου και κιχ δεν «δικαιούμαι» να βγάλω επειδή είμαι από τους προνομιούχους που έχουν δουλειά, τώρα που αυξήθηκαν σε απίστευτο βαθμό οι φίλοι που δεν την βγάζουν παρά μόνο με δανεικά, τώρα που λόγω βιώματος και όχι απλής «άποψης» σιχάθηκα ακόμη περισσότερο διάφορες «κάστες» συνδικαλιστών, πολιτικών, «πολιτικών», τύπων του στυλ «εγώ δεν είμαι, αλλά...», κάτι απίστευτους δήθεν και κάτι εντελώς φελλούς που αγωνίζονται να επιπλεύσουν και να κάνουν ύπτιο στα βοθρόνερα, κάτι τελεμέδες που έχουν το θράσος να προσπαθούν ακόμη να πουλήσουν μαγκιά και αντριλίκι και φύκια για μεταξωτές κορδέλες, κάτι ραγιάδες που μαζί με την ψευδαίσθηση της «επιτυχίας και του ονείρου» τους έφυγε όλη η μαγκιά και ο τσαμπουκάς, κάτι γλοιώδεις τύπους που ψάχνουν να πατήσουν πάνω στην δυστυχία του άλλου για να «σωθούν» οι ίδιοι, τώρα λοιπόν που πέφτουν ένα-ένα τα άχρηστα λέπια του εφησυχασμού και της ψεύτικης δηθενιάς του «ευ ζην» σαν νεκρές φολίδες από το δέρμα μας, τώρα, όλα εκείνα τα βιβλία που έχω καβατζώσει τόσο καιρό με κοιτάζουν με κοροϊδευτικό υφάκι και θέλω να τα πάρω και να σχίσω σελίδα-σελίδα κι ας είναι πολλά αδιάβαστα ακόμη.

Που να διαβάσω τίποτα δεν με συγκινεί

Που να γράψω κάτι δεν μου βγαίνει
Κι αν γράψω κάτι, δεύτερη φορά δεν με κοιτάζω

Που κολλάνε τα δάχτυλα στις χορδές και δεν

Πού τόση αγάπη δίπλα μου δεν μπορώ να την εσωτερικεύσω

Που αδιαφορώ για το αν η μαυρίλα μου έξω από το σπίτι χαλάει ζαχαρένιες

Μόνο να βλέπω ουρανό θέλω και σύννεφα
Και την Λίμνη να με καθρεπτίζει ανάποδα μέσα μου
Και να φεύγω

Ένα εξώφυλλο μου λείπει μόνο
Να το ντυθώ, να με σχίσω σελίδα-σελίδα και να με αφήσω στους αέρηδες


Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Αγάντα Μανώλη...


Υπέπεσε σε παράπτωμα.
Ήρθε στο γραφείο μαζί με τους άλλους, ο μόνος με δάκρυα απεγνωσμένης λύσσας στα μάτια.
Οι κανόνες λένε πως έπρεπε να τιμωρηθούν. Όλοι.
Τιμωρήθηκαν.
Ο ίδιος, ο μόνος που παραδέχτηκε πως έπρεπε.
Και φάνταζαν απίστευτα αντρικά τα παντελόνια του στα εφηβικά του πόδια. 
Αποδιοπομπαίος τράγος των νταήδων.
Σήκωσε όμως ανάστημα και ανέλαβε το τίμημα.
Κουβαλητής δύσκολων παιδικών χρόνων.
Μοναχοπαίδι με άνεργους γονείς.
Με οικογενειακά προβλήματα.
Με το παρελθόν βαρύ, το παρόν δύσκολο, το μέλλον υποθηκευμένο.
Ολόκληρος μια αναζήτηση ελπίδας στα μάτια.
Και μόνος.
Κι εγώ δεμένος χειροπόδαρα και λίγος, να μην μπορώ να βοηθήσω πέρα από λόγια.
Να ψάχνω να βρω τρόπο να τον στηρίξω.
Εγώ που έχω τα στηρίγματά μου λειψά και ελάχιστα.
Να του δίνω τηλέφωνα υποστήριξης και να μην έχω ένα τηλέφωνο να πάρω να με στηρίξει κι εμένα.
Και να λέει. Και να κλαίει.
Και να ξέρω πως πάει σε «ειδικούς».
Και να πρέπει να κρατήσω απόσταση.
Και να βοηθήσω.
Και να στηρίξω.
Και να θέλω να ουρλιάξω.

Στείλτε «εθελοντές» ρε, να δούμε τι θα καταφέρετε.
Στείλτε πενταμηνίτες με ΕΣΠΑ, να επενδύουν πάνω τους συναισθηματικά ο Μανωλάκης, η Άννα, ο Νίκος, η Μαρία.
Και μετά να τελειώνει το κονδύλι και να σκάει στις πλάτες τους διπλή η μοναξιά και η απελπισία.
Στείλτε κωλόχαρτα να συμπληρώσουμε, «επείγοντα» και «εξαιρετικά επείγοντα», ζητήστε έντυπα και εκθέσεις και στατιστικά.
Να καλύψετε την ανεπάρκειά σας να βοηθήσετε τον Μανωλάκη και τον κάθε άλλον μαθητή.
Και μην αμελήσετε να βγάλετε σε διαθεσιμότητα συναδέλφους που στήριζαν με την ψυχή τους τα σχολεία και στήριζαν με φιλότιμο τα χάλια που τόσα χρόνια κανένας από το σινάφι σας δεν είχε την μπέσα και τα κότσια να ασχοληθεί.
Και μετά ελάτε να «αξιολογήσετε» κιόλας.
Να κάνετε τον Μανωλάκη «αριθμητικό στόχο προς επίτευξη» και «δείκτη παραγωγικότητας».

Θα σκάσουν στα μούτρα σας όλα αυτά κάποια στιγμή

Τα μάτια του θα σας κάψουν ρε άκαπνοι, άσχετοι και ανάλγητοι.

Κράτα Μανώλη, όλοι μόνοι μας είμαστε.
Ίσως κάποιοι περισσότερο, αλλά τουλάχιστον εμείς το ξέρουμε.
Κι αυτό από μια μεριά, μας κάνει ξεχωριστούς και μοναδικούς.
Να μην τους κάνουμε την χάρη, να μην λυγίσουμε

Κι αν με έκανες να γυρίσω σπίτι διαλυμένος σήμερα, μου έδωσες αφορμή να αγκαλιάσω τα παιδιά μου.

Κράτα φίλε, κράτα αδερφέ…

Κράτα να αντέξουμε και οι υπόλοιποι…

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Αχθοφόρος


Μου κλήρωσε ζόρικο αγώγι. Να κουβαλάω βλέμματα.

Ζωντανές εικόνες από  τους φίλους που χαθήκανε. Σκιές από τα λόγια τους, φωτογραφικά αποτυπώματα σε παλιό χαρτί κιτρινισμένο.

Και λέξεις. Χιλιάδες, εκατομμύρια από αυτές. Στοιβαγμένες. Μέσα μου.

Έχω συσκευασμένα τα φαντάσματά μου σε ζελατίνες μνήμης με ταμπελάκια χρονολογικής σήμανσης. Για να μην ξεχνάω τις ανάσες τους. Και τον ήχο από τις αλυσίδες μου.

Το -μικρό έστω- ένδοξο παρελθόν και τις χαμένες ευκαιρίες που άφησα από άποψη και συνειδησιακή έπαρση, μαζί με μια αυτοσχέδια επαναστατική συνείδηση, τα φυλάω στα σεντούκια του υπογείου. Να στοιχειώνουν στο σκοτάδι από καιρό σε καιρό, τις αφίσες του Μάη και τις παλιές προκηρύξεις πολυγράφου. Συσκευασμένες τις μεταφέρω από εδώ κι από ‘κει, να λέω πως ακόμη κινούνται. Με τις σκιές τους ξεφτισμένες.

Τις κιθάρες μου με τις ενοχικές χορδές, τις έχω δίπλα στα βινύλια. Πρέπει να θυμάμαι να τις κουρδίζω που και που, να μην σκουριάσουν και δεν υπάρχει πια η δυνατότητα για συχνή αλλαγή τους. Βλέπεις, δεν βγάζουν τον ίδιο βαθύ ήχο οι νέες ενοχές. Τους λείπει το μέταλλο και το βιμπράτο. Και είναι ελαφρότερες. Μεταφέρονται εύκολα από εδώ κι από εκεί.

Κρατάω ακόμη μακριά τα νύχια του δεξιού μου χεριού, να προβοκάρουν τον καθοσπρεπισμό και την νοικοκυροσύνη μου και να με αφυπνίζουν τα απογεύματα Παρασκευής και τα μοναχικά Σαββατόβραδα μετά τα ψώνια του σουπερμάρκετ. Όχι τις Κυριακές, έχουν αγώνες οι πιτσιρικάδες μου.

Κάτω από την μασχάλη μου, από την μεριά της καρδιάς, κουβαλάω την εικόνα του πατέρα μου με εκείνο το βλέμμα περηφάνιας και γνώσης που τόσο μου λείπει ενάμισι χρόνο τώρα. Στάμπα μου άφησε, πληγή ανοικτή, ποτέ να μην κλείσει. Εγώ την λέω αρματωσιά.

Στις καθημερινές μου μεταφορές, όλο και συχνότερα τελευταία τρακάρω μετωπικά με εφηβείες. Δύσκολα διαχειρίσιμη η ανεπάρκειά μου. Έχω πρόβλημα στα φρένα μάλλον. Παλιώσανε. Και στα αντανακλαστικά. Ελπίζω το βλέμμα να σώζει τουλάχιστον τα προσχήματα. Κι ο λόγος που καταφέρνω να αρθρώσω, λειψός. Το βλέπω στα βλέμματά τους. Βαρένουν κι αυτά το φορτίο.

Ψάχνω καιρό τώρα τρόπο να αποθηκεύσω τα περισσεύματα οργής που περιφέρω γύρω γύρω. Δεν βρίσκω τίποτα. Ξεχειλίζω από παντού. Ξεχασμένος κάδος απορριμάτων.

Εύχομαι μονάχα να βρω σύντομα κάποιον ανεκτό τρόπο διαχείρισης αποθεμάτων.

Γιατί το νιώθω πως γυαλίζει το μάτι μου επικίνδυνα πια. Και δεν είμαι πλέον είκοσι χρονών. Στερεύουν οι αντοχές κι ας πληθαίνουν οι ανοχές. Πονάνε και τα μπράτσα κι ας αντέχουν ακόμα.
Αν είναι να αρχίσω δρομολόγια με το μηδέν που απέφευγα, θα είναι συνειδητή επιλογή. Και σίγουρα επώδυνη. Σίγουρα όμως δεν θα είναι τυχαία.

Κι έχω δυνατή την αίσθηση πως το μηδέν γνωρίζει κι αποδέχεται πως υπάρχουν συγκεκριμένες μυρωδιές που δεν ξεχνάς ποτέ.

Του έρωτα, του νεογέννητου, της μπαρούτης, της βενζίνης και της απελπισίας.

Θέλω όμως να θυμάμαι όλα μου τα δρομολόγια και τις μυρωδιές τους. Μαζί.

Κι είναι αλήθεια πως έχω αγαπήσει, έκανα παιδιά, πήγα φαντάρος και γυροφέρνω τα ρηχά της απελπισίας. Έχω και τις αντίστοιχες αποδείξεις αν χρειαστεί.

…Μένω όμως και κοντά σε βενζινάδικο.

Και εκεί ξέρουν πως δεν ζητάω απόδειξη γιατί μου είναι άχρηστη.

Κι εξακολουθώ να θυμάμαι ότι χρειάζεται. Δηλαδή τα πάντα.

Κανονίστε λοιπόν τι μου φορτώνετε…


Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Ντόμινο-Σωκράτης Μάλαμας(στιχοι Αλκαιος Αλκης)



Σε λάθος πλοίο επιβάτης
και στην κουκέτα τ' αρωμα της.
Μασάει χρυσάνθεμα και δυόσμο
και βλέπει ανάποδα τον κόσμο.

Μεθάει σε βρώμικα λιμάνια
με λιποτάκτες και χαρμάνια.
Σε θαλασσόπετρες πλαγιάζει
και με τ' αστέρια κουβεντιάζει.

Κι η μάνα του στις ρεματιές
ανάβει στα νερά φωτιές.

Μέσα στης τρέλας του τη φιέστα
απ' τη ζωή ζητάει τα ρέστα.
Πέφτουνε ντόμινο τα πλάνα,
τον βρίσκει η νύχτα σε μια αλάνα.

Έξω απ' το σώμα του πετάει
και στους αιθέρες περπατάει.
Στο λίβα της και στο βαρδάρη,
στον ήλιο της και στο φεγγάρι.

Κι η μάνα του στις ρεματιές
ανάβει στα νερά φωτιές.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Με την πλάτη στον τοίχο - Διονύσης Τσακνής





Μια μάχη γίνεται πίσω μου
στα πόδια μου βλέπω τους ίσκιους
ακούω τις σκόρπιες τους λέξεις
δεν γυρνάω το κεφάλι
Σκαρώνουν σχέδια πλάι μου
το πιάνουν οι άκρες των ματιών μου
μυρίζω τον ιδρώτα των ερώτων τους
δεν τους κάνω τη χάρη

Γιατί δε γίνεται τίποτα εμπρός μου
με μια ματιά να το κλέψω να φύγω
και μένω εδώ καρφωμένος με την πλάτη στον τοίχο

Ένα καράβι ενοχές τη ζωή μου αρρωσταίνει
μέσα στη γη του πυρός ταξιδεύω γυμνός
ένας πανάρχαιος μύθος απ’ τη μύτη με σέρνει
αδέξιος, τεχνίτης κι αλήτης με την πλάτη στον τοίχο

Φοβέρες χτίζουν πάνω μου
μικραίνει όσος έμεινε χώρος
βαραίνουνε κιόλας οι ώμοι μου
δεν σηκώνω το βλέμμα
Μια τρύπα σκάβουνε κάτω μου
βουλιάζουν στην κινούμενη άμμο
τραβάνε στη γη τα φεγγάρια μου
δε θα φτάσουν στο τέρμα

Γιατί δε γίνεται τίποτα εμπρός μου
με μια ματιά να το κλέψω να φύγω
και μένω εδώ καρφωμένος με την πλάτη στον τοίχο

Ένα καράβι ενοχές τη ζωή μου αρρωσταίνει
μέσα στη γη του πυρός ταξιδεύω γυμνός
ένας πανάρχαιος μύθος απ’ τη μύτη με σέρνει
αδέξιος, τεχνίτης κι αλήτης με την πλάτη στον τοίχο

Με την πλάτη στον τοίχο


Με την πλάτη στον τοίχο

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Blues λέξεις και ροκ φιλίες


Οι λέξεις μου φοράνε τζίν
Βγαίνουν τα απογεύματα Κυριακής βόλτες και γδέρνονται μέσα τους
αποφεύγουν την Πλατεία για να μην ξύνουν παλιές πληγές
ντρέπονται και την αυθάδεια στα βλέμματα των πιτσιρικάδων
χάνονται κάπου μεταξύ των Αέρηδων, της Πανδρόσου και των Αναφιώτικων
γκελάρουν σε κάτι ξεχασμένα γιασεμιά
περικυκλώνουν τον Βράχο και σιωπούν.

Πλέουν σε κάτι χάρτινες βαρκούλες της συμφοράς στον Εθνικό Κήπο
κορφολογούν τις παλιές ταμπελίτσες στα δέντρα και τα πωλητήρια στις κολώνες
περπατούν με μαύρες καουμπόϋκες μπότες στην Διονυσίου Αεροπαγίτου
με φθαρμένο μαύρο δερμάτινο
έχουν το πίσω δεξί τακούνι τους φαγωμένο από το γκάζι της καθημερινότητας
ακούνε μουσική που παίζουν τύποι που έχουν κρεμάσει τον χρόνο στις παλιές τους fender
καβαλάνε μηχανές με μακριά πηρούνια που ποτέ δεν απόκτησαν
φτύνουν πικρές αλήθειες όπως προσπαθούν να τους μάθουν οι φίλοι
και πατάνε στο έδαφος στοχεύοντας τα 21 γραμμάρια στο δόξα πατρί

Έχουν μακριά μαλλιά οι λέξεις μου κι ας κουρεύονται κάθε μήνα
αφήνουν να κρέμονται πάνω τους ρυτίδες, γκρίζα γένια και δερμάτινα λουράκια στα χέρια
Ξεστομίζονται από πολλούς, είναι κοινές και του πεζοδρομίου
είναι συχνά αυτάρεσκες, έχουν εκδοθεί πολλάκις σε διάφορες τιμές και ντύσιμο
από εκδότες που άλλοι ξέρουν την ομορφιά τους κι άλλοι αδιαφορούν
και μετρούν μονάχα πόσοι θα θελήσουν να πληρώσουν για να κοιμηθούν μαζί τους

Παίζουν τρισδιάστατο πόκερ οι λέξεις μου με τράπουλα σημαδεμένη
με έναν Άσσο Σπαθί που φοράει ένα μανίκι
και μια Ντάμα Κούπα που έχει χίλια πρόσωπα.
Ξέρουν την Αλίκη και τον Λαγό οι λέξεις μου
έχουν έρωτα με τον Δον Κιχώτη κι αγαπάνε το Λα μινόρε εβδόμης σε ακουστικές κιθάρες

Ένα δεν μπόρεσαν τόσο καιρό να μου βρουν· άλλοθι

Και με έχουν εμένα στο μπαλκόνι να πασχίζω να τις ντύσω καπνό, αλκοόλ και αλήθειες.

Οι φίλοι μου πάλι, έχουν τις δικές τους λέξεις, τα καταφέρνουν πολύ καλά μόνοι τους, δεν με χρειάζονται
Μου αρκεί που έχω ενσωματώσει μέσα μου το blues των λέξεών τους



                                 Στον Κ.Κ, τον Π.Χ. την Δ.Μ., τον Γ.Β. και τον Σ.Σ. για το ροκ  της φιλίας τους



Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Φλεγόμενες σιωπηλές πορείες



Αν σου πω ότι φεύγω, μην τρομάξεις. Εγώ είμαι.

Όταν με νοιώσεις να βαρυγκωμώ στον ύπνο μου, άπλωσε το χέρι σου και κράτα το δικό μου. Ακόμη κι αν είναι ιδρωμένο. Που θα είναι. Σίγουρα. Μπορεί και να μυρίζει καπνός ολόγυρα. Μην φοβηθείς. Εγώ θα είμαι.

Στο θολωμένο βλέμμα μου, χαμογέλα.

Στο βάδισμά μου, αν κοιτάζω προς τα πάνω συντρόφεψέ με.

 Όταν τύχει και με δεις να ταλαιπωρώ χαρτιά με μαύρα στυλό, κάνε ότι κάνεις τόσα χρόνια, με την διακριτικότητα και την υπομονή σου• άσε με να χαρτογραφήσω τις ήττες μου.

 Όταν απομονώνομαι με την κιθάρα, δάνεισέ μου την ακοή σου και τα βλέφαρά σου για χορδές. Κι απασχόλησε για λίγο τα παιδιά. Να με θυμηθώ λίγο και επιστρέφω.

Δεν είναι προστακτικές όλα ετούτα, άτσαλες παρακλήσεις είναι. Που δεν έχω μάθει να παρακαλάω για κάτι. Κι ότι ζητάω το βγάζω στο βλέμμα. Δεν μου βγαίνει αλλιώς.

Να αρχίσεις να ανησυχείς, όταν σου λέω πως δεν θα πάω πουθενά, όταν θα κοιμάμαι ήσυχα, όταν θα σταματήσω να ιδρώνω. Δεν θα είμαι εγώ.

Αν αρχίσω και γελάω συχνά, αν περπατάω και κοιτάζω κάτω, τότε μίλα μου.

Αν δεις την σκιά μου να φεύγει αλλού αυτή κι αλλού εγώ, αν νοιώσεις πως γίνομαι σκιά, σβήσε μου τα φώτα. Όλα. Μονομιάς. Σβήσε με.

Δεν έχεις ανάγκη από όλα αυτά, ξέρεις τι και πως. Για το γιατί δεν είσαι σίγουρη, αλλά ούτε κι εγώ.

Απλά, τα μάζεψα εδώ για να έχω έναν οδηγό άμεσης ανάγκης.

Μια πυροσβεστική φωλιά για φλεγόμενες σιωπηλές πορείες.

Για τυχόν αναζωπυρώσεις από αρχαίες στάχτες.


Ασ’ την να βρίσκεται πρόχειρη…


Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Το πρωτόκολλο



 Πες μου ότι δεν πρέπει να τα παρατήσω

Πες μου ότι θα συνέλθω

Πες μου πως ήμουν αληθινός

Λάθος μπορεί, χαμένος ίσως, αλλά αληθινός

Έστω, πως είμαι ακόμη

Έχω στερέψει αδερφέ

Ζαρώνω και αφυδατώνομαι από μέσα και το κορμί πλέει επάνω μου

Στην αρχή νόμιζα πως είναι τα χρήματα. Η έλλειψή τους. Ε, δεν είναι.

Πληρώθηκα χθες. Νωρίτερα. Αναπάντεχα.

Ακριβώς την ώρα που ακόμη και το κομπόδεμα  της μάνας μου έγινε  διψήφιο.

Νόμιζα πως θα χαρώ. Που έχω επιτέλους να πληρώσω για να βάλω βενζίνη, που μπορώ να πάρω επιτέλους τα παπούτσια μου από τον τσαγκάρη που του τα έχω δύο βδομάδες εκεί.

Να αγοράσω επιτέλους τα βιβλία των φίλων, να διαβάσω ξανά κομμάτια μου αμπαλαρισμένα σε όμορφες εκδόσεις. Στα όμορφα φέρετρα των λέξεων.

Να δώσω πίσω το χαρτζιλίκι των μικρών που το απαλλοτρίωσα.

Πήρα τα χρήματα και τα έβαλα στην τσέπη μου με μια θλίψη απίστευτη.

Δεν είναι τα χρήματα τελικά. Ποτέ δεν ήταν. Τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτά.

Και που έχω δηλαδή μερικά τώρα, τι; Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί με τα μνημόσυνα.

Πες μου να χαρείς, το χαμόγελο στους δρόμους πόσο τιμάται;
Που να το βρω; Σε ποιους, Πότε;

Των φίλων τα σκυμμένα τα κεφάλια πώς να τα στήσω πάλι να κοιτάζουν προς τον ήλιο; Να καίγονται τα μάτια και να γελάνε;

Γέμισε ο κόσμος μας μαύρα γυαλιά αδερφέ. Από πάγκους μαύρων ανθρώπων που τα φοράνε μαυρισμένοι άνθρωποι. Τον ήλιο κανένας πια. Μόνο την λειψή σκιά μας. Χάμω.

Δουλεύω πάλι με την παραίτηση στην τσέπη. Υπογεγραμμένη.

Λείπει μόνο η ημερομηνία και ο αριθμός πρωτοκόλλου.

Πρώτα το πρωτόκολλο. Μη τυχόν και δεν καταχωρηθεί σωστά και ξεφύγει καμιά Βάρκιζα.

Έχω στοίβα πεθαμένα χαμόγελα που πρέπει να πρωτοκολλήσω.

Φίλων, συναδέλφων, μαθητών.

Κι έχω ξεμείνει από στοκ επίσημων και εγκεκριμένων μέσων καταχώρησης.

Έχω ξεμείνει από μελάνι αδερφέ κι ούτε αίμα δεν βγάζουν οι φλέβες να γράψω έστω μ’ αυτό.
Ιδρυματισμός είπε ένας συνάδελφος. Δεν είχα τι να του πω. Έκανα πως έψαχνα την σκιά μου. Δεν ήταν πουθενά. Μάλλον είχε τρυπώσει κάτω από το γραφείο να κάνει παρέα με κάτι κόκκινα στυλό που ξέρω ότι έχουν πέσει εκεί, αλλά επίτηδες δεν τα μαζεύω. Άστα εκεί, να υπάρχει λίγο χρώμα καβάτζα.

Να περιμένω λες την ανάπτυξη;

Κι αν τελικά έρθει θα την καταλάβω ή θα με καταβάλλει; Μήπως και τα δύο;

Να στείλω λες ένα ερώτημα για το αν η σιχασιά πρωτοκολλείται ως εξερχόμενο ή μήπως ως εισερχόμενο;

Πες μου κάτι, οτιδήποτε. Αλλά κοίταζέ με στα μάτια που να πάρει.

Πες μου αδερφέ, ζω στο σκοτάδι εδώ πέρα…

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Κάλυψη κι απόκρυψη



Βλέπω λέξεις άλλων.
Ασπρόμαυρες εικόνες πίσω από μισάνοιχτα στόρια.
Κοιταζόμαστε.
Σιωπηλά.
Δεν ανοίγω πια. Από μέσα.
Μπαίνω απ’ έξω και αφήνω τα κομμάτια μου στο πάτωμα.
Με κοιτάζουν οι λέξεις γυμνό.
Εγώ μόνο τις βλέπω. Ντυμένες.
Μόνο να βλέπω μπορώ.
Με τόση πραγματικότητα γύρω, δεν μου επιτρέπω καμία διέξοδο σε όνειρα.

Μόνο να·  
πιέζομαι να μην μου ξεφύγω γιατί χάνομαι εύκολα τελευταία.

Με καλούν οι σελίδες κι εγώ ταμπουρώνομαι στις γρίλιες.
                                                                                                                Και κοιταζόμαστε.

Χάνω διαρκώς επαφή.
Δεν θέλω επαφή. Κουράστηκα να αγγίζω.
Δεν θέλω να με ακουμπούν.
Κανένας.
Κι οι λέξεις κουφές.
Τυφλές.
Τρύπιες.
Άδειες.
Και με κοιτάζουν.
Επίμονα.
Με βλέπουν.
Που όλο και πιο συχνά τελευταία κάνω τον ανήξερο.
Βρώμισαν κι οι γρίλιες.
Από παντού σκόνη και κουρνιαχτό, τι περίμενες;

Παλεύω να πλέξω γρίλιες και  λέξεις για ένα πρόχειρο ταμπούρι.
Αντιστέκονται. Κι οι δυό τους
Απώλεσαν κάθε πλαστικότητα. Νεκρική ακαμψία το λένε νομίζω.
Ή κάτι ξέρουν και φυλάγονται.
Αχός πλημμύρισε τις νύχτες μου. Κι ακόμη τίποτα. Νέκρα.
Μπάζουν τα ταμπούρια μας  από παντού.
Λυπάμαι απέραντα για την λειψή τους κατασκευή, αλλά δεν μου περισσεύει κουράγιο.
Στο τσεπάκι του παντελονιού συνωμοτούν κάτι ξεχασμένα τηλέφωνα.
Τα κοιτάζω κι αυτά.
Αμίλητος.
Να βγάλουν τον σκασμό.
Σήμερα με τάϊσα πάλι θάνατο από οθόνη.
Με λέξεις που με κοιτάζουν.
Και εικόνες που δεν θέλεις να δεις.
Ούτε κι εγώ.
Γι΄ αυτό και τις βλέπω μέχρι τέλους. Για να με ξεράσω.
Και να μάθω να φτύνω τις πίκρες αλήθειες όπως μου είπε ένας φίλος.
Και ψάχνω λέξεις.
Παλιές.
Δοκιμασμένες.  Έστω και μισές.
Να αντέχουν όμως.
Για να μπαλώσω τα  χάσματα που έρχονται μπροστά.
Και τα χαλάσματα πίσω.

Αν σου περισσεύει καμία, στείλε την κατά ‘δώ.


Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Πυρές





Σαν να έχει στερέψει η ζωή μας φίλε.
Να πούμε τι πια; Γύρω από τα ίδια περιστρεφόμαστε.
Ακίνητοι.
Αμίλητοι.
Ανέστιοι.
Εγκλωβισμένοι. Όχι ανυποχώρητοι πια.
Δεν υπάρχει και πίσω για να επιστρέψουμε. Τα κάψαμε τα καράβια μας.
Ότι έμεινε ένα σάπιο εδώ.
Κουρασμένοι.
Απογοητευμένοι.
Μόνοι.
Αυτή η οργή και η απελπισία μας κατατρώει την ψυχή σαν σαράκι.
Θερίζει τους φίλους, τρέφει τους εχθρούς. Και γιγαντώνεται.

Μια κραυγή είμαι. Σε σιδερένιο θάλαμο.
Γκελάρω πάνω μου και ξαναφεύγω απέναντι. Με φόρα. Και τρόμο.
Να μην με ακουμπήσω και πυροδοτηθώ.
Όλος φλόγες.
Ψυχρές.
Άσβεστες.
Βουβές.
Να περιμένω την αυτανάφλεξη.

Μαζεύω γρήγορα και τις λέξεις μου ακόμη μην μπουρλοτιάσουν ερήμην μου.
Και τις ματιές μου. 
Και τις ματιές των άλλων.
Κι αρχίζει να ξεχειλίζει η αποθήκη μου φίλε.

Αρχίζει και μυρίζει καμένη σάρκα ως έξω πια…



Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Γειά σου Γ.


Μπήκαν στο γραφείο οι γονείς του.

Ένα αγκαλιασμένο μαύρο με άσπρα μαλλιά. Να πάρουν ένα χαρτί και να φέρουν ένα άλλο. Που πιστοποιούσε πως είχε πάψει πια να είναι.

Ανοίξανε τα γέρικα τα χέρια σαν τσακισμένα φτερά να με σκεπάσουν. Να με αγκαλιάσουν. Να πιάσουν σάρκα που γνώριζε και ήξερε. Την ανάσα τους. Το παιδί τους. 
Την πιστοποίηση της ύπαρξής τους.

Να τον ζήσουν λίγο ακόμη, έστω κι από σπόντα.

Είσαι καλός άνθρωπος, μας το είχε πει

Κι όλα τα άλλα δάκρυα.

Εξαϋλώθηκαν οι λέξεις. Έμεινε μόνο ουφ και δάκρυ.

Γύρισα από την άλλη και διαλύθηκα.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Μύρισε βροχή



Κάθε που μπαίνει Σεπτέμβρης,
κάνουμε μνημόσυνο στην εφηβεία μας.
Η κηδεία της συνεχίζει μέχρι την επόμενη άνοιξη.
Απατάμε τα καλοκαίρια μας με τις πρώτες στάλες. Χωρίς καν ενοχές πια.
Κι όλο και φυσάει και πιο άγρια π' ανάθεμά το.
Αναχωρήσεις.

Μάγκα, κράτα το πόστο σου γερά. Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές προς το παρόν.
Με ότι και όσα μπορείς. Κράτα.
Τους δικούς σου και τους φίλους σου κοντά.
Να τους βλέπεις.
Βαθιά.
Φρόντισε και για παγούρια. Και δάκρυα. Απόθεμα.
Η ξηρασία του μέλλοντος που μας είχε πει, όλο και πιο σιμά.

Μάθε και να κοιμάσαι με το ένα μάτι ανοιχτό.
Χωρίς όνειρα να κοιμάσαι.
Να προλάβεις τουλάχιστον να σηκωθείς, να μην σε πιάσουν ξαπλωτό.

Εξασκήσου και στην δωρικότητα του λόγου. Θα χρειαστεί.
                                    Και της φιλίας.
                                    Θα σε χρειαστούν.
Να έχουμε βροχές να μοιραζόμαστε.
                                                                Να υπάρξουμε.
                                                                                Έστω και στην μυρωδιά της βροχής.

                                                                                            Έστω και στα λόγια των άλλων. Των φίλων.
                                                                                                                                                Των δικών. 
                                                                                                                                               Στην βροχή.


Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Stevie Ray Vaughan Tightrope





Caught up
in a whirlwind can't catch my breath
Knee deep
in hot water broke out in a cold sweat
Can't catch
a turtle in this rat race
Feels like
I'm losin' time at a breakneck pace

Afraid of
my own shadow in the face of grace
Heart full
of darkness spotlight on my face
There was
love all around me but I was lookin' for revenge
Thank God
it never found me would have been the end

(I was)
walkin' the tightrope steppin' on my friends
Walkin' the
tightrope (it) was a shame and a sin
Walkin' the
tightrope between wrong and right
Walkin' the
tightrope both day and night

Lookin'
back in front of me in the mirror's a grin
Through
eyes of love I see I'm really lookin' at a friend
We've all
had our problems that's the way life is
My heart goes
out to others who are there to make amends

We've been
walkin' the tightrope tryin' to make it right
Walkin' the
tightrope every day and every night
Walkin' the
tightrope bring it all around
Walkin' the
tightrope from the lost to found

Walkin' the
tightrope stretched around the world
Walkin' the
tightrope save the boys and girls
Walkin' the
tightrope let's make it right
Walkin' the
tightrope do it do it tonight


Walkin' the tightrope

Αφιερωμένο στους φίλους εκεί έξω. Οπουδήποτε.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Η άλλη πλευρά του φεγγαριού (λήψη τρίτη και κλείσιμο)





(... Συνέχεια από Δεύτερη Λήψη...)

Μια ακόμη νύχτα κρεματόριο
                                    ξηλώνει ουρλιαχτά πεζοδρόμια.
Κι αν δεν τολμάς να κοιτάς στα μάτια,
                                                            αυτήξέρει πως. Πριν ακόμα.
Σε κάθε πληγωμένο βήμα στήνει μπλόκο ,
με την σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού σε εντεταλμένη υπηρεσία
να με κρατά σε μια θλίψη εγρήγορση και να μου κάνει αναγνώριση στοιχείων.
Με στριμώχνει στα σκοτεινά
και μου κάνει αλκοτέστ,
με το περίσσιο θράσος της ανέπαφης γκόμενας,
εκείνης που στο ξύπνιο μας ποτέ δεν πατήσαμε,
χαμογελάει μελανά μάτια,
με συνοδεύει ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου,
                                                ως μόνιμη πορεία μελλούμενου ζώντος,
παραδομένες πληγές τα χαραγμένα αρχικά μας,
εκεί που τα καλοκαιρινά βράδια παραχώναμε την αθωότητά μας.
Με μαύρες κόρες κι άσπρους γιούς ζητάει αποδείξεις.
Αν μετάνιωσα,
αν εξακολουθώ να γυρίζω άσκοπα
κι αν περνάω συχνά από εδώ.
Με ελέγχει.
                                    Κεντάει υποψία το μυαλό μου κι όλα του τα σφραγισμένα,
με δένει σε μια ασθενική δέσμη φωτός,
                                                και με ανακρίνει μέχρι εξάντλησης.
Ψάχνει αν έχει απομείνει τίποτε αυθεντικό πάνω μου
και στην σιωπή μου άχνα δεν βγάζει.

Κι όταν αρχίζω να ψελλίζω δικαιολογίες
πως δεν ξέρω πια τίποτα,
πως έχω μια καινούρια ταυτότητα εδώ και καιρό,
κι απόκτησα  με μικρές παλιές παραχωρήσεις, ένα καθάριο κούτελο – διαπιστευτήριο,
                                                “Ανεπαρκές” μου γνέφει,
όπως όλα τα μικρά ψέματα της ζωής μας.
Κι η συντήρησή τους στοιχίζει πολλά.
Τραυλίζω πως έχω κι άλλα άλλοθι.
Ένα μέτωπο με δυο βαθιές ζάρες κι αμέτρητες μικρότερες,
έστω κι αν στα ζόρικα εξακολουθεί να γυαλίζει έντονα ιδρώτα και με δείχνει ύποπτο.
Κι ένα αμήχανο και άτσαλο χαμόγελό από συνήθεια,
που επιβαρύνει την θέση μου με κάνει να φαίνομαι ανήθικα φευγάτος,
                                                            μόνιμα με λανθασμένο συγχρονισμό.
                                                                                                            Αδιαφορεί.
                        Δεν πιάνει τίποτα. Την νύχτα οι δικαιολογίες στερεύουν.

Σαν τους κρατήρες χάσκουν οι παλιές πληγές,
σκόρπιες κι ανάκατες,
η μια πάνω στην άλλη. Ζωές.
Μοναξιές σε τροχιά
και μια υποψία θάλασσας με υπόγεια νερά να κυλούν,
άμμος τώρα και πεθαμένες πέτρες.

Από καιρό σε καιρό φυσάει ανάσες,
παρέα με κάτι ξεχασμένα ροκ του ‘70 και του ’80,
και όσους ματαίωσαν τα φευγιά τους να στέκουν,
και να περιμένουν κάποια άκατο να προσεληνωθεί.
Και κάθε που έχει πανσέληνο, όσοι πνιγμένοι από τις αναβολές,
της γυρνάμε πλάτη απελπισμένοι,
να βλέπουμε τουλάχιστον αυτό που αντέχουμε·
την σκιά μας,
και να φανταζόμαστε πως επιτέλους κατακτήσαμε την άλλη πλευρά.
Ο Αύγουστος συνήθως μας κάνει αυτή την χάρη δυό φορές,
εμείς πάλι στον εαυτό μας καμία – αχάριστα ρεμάλια και δεινόσαυροι, τι περίμενες;

Μας μένει ένα μαύρο εξώφυλλο βινυλίου στα χέρια
να διαχέει πρισματικά το φως
σε Ότι Χρώμα Σου Αρέσει,
όσο ο Χρόνος εξακολουθεί και περνάει τα πρωινά άτσαλα
κι αναίτια υπομονετικά
κι ευτυχώς που έχουμε δικές μας κάποιες νύχτες ακόμη,
ή τέλος πάντων ότι απέμεινε κι απ’ αυτές,
κι έτσι πορευόμαστε όπως όπως.
Στο Τρέξιμο,
και μόνιμη την ανατριχίλα στην Μεγάλη Εμφάνιση στον Ουρανό
και την Ανάσα της.

Μίλα μου,
γιατί όλο και περισσότερο μένουν άφωνες οι σκιές μας,
κι Εμείς κι Αυτές
κι όλα τα λόγια μας ξεμακραίνουν μαζί τους.

Το ξέραμε άλλωστε από τις πρώτες νότες
πως θα τελειώσει κάπως έτσι·
Εγκεφαλική
Βλάβη κι Έκλειψη…

                                                                        Για τους φίλους που ονειρεύονται ακόμη
και το φως τους χρωστάει μερικές σκιές…

(Cut. Primary version Αύγουστος 2012. Remake Αύγουστος 2014)

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Η άλλη πλευρά του φεγγαριού (λήψη δεύτερη)


(... Συνέχεια από Πρώτη Λήψη.Έναρξη Δεύτερης λήψης...)

Μια οθόνη όλα
                        παλιές προβολές σινεμασκόπ με χιλιοπαιγμένες κόπιες
κι εμείς στα θερινά σινεμά ψάχνουμε τα κότσια μας
συνεχίζουμε να μην κουνάμε ως τους τίτλους τέλους
με ένα κριτικό δήθεν στο βλέμμα και στην άποψη
μασουλάμε διακριτικά πατατάκια, πασατέμπους και την παραμύθα μαζί,
αφήνουμε πάντα άλλοι να παίζουν με το σενάριο
ειδικοί να ορίζουν πως θα γίνουν οι λήψεις
και μεταπράτες να μοιράζουν ρόλους και ρολάκια
Τόσο πλανεμένοι, τόσο κουρασμένοι, τόσο αδύναμοι.
                                                                                    Τόσο παλιοί.
Και νεκροί οι ήχοι έρπουν πάνω μας

Μας μένουν αμανάτι κάτι ξεχαρβαλωμένες βραδιές
που αλκοολούχα γιατί και αφρίζοντα επειδή αυτοκτονούν σε φέρετρα γυάλινα,
στα ξεχασμένα μπαράκια με πελάτες τους ξεχασμένους έφηβους ,
μετρώντας τις νυχιές στο ξύλο της επένδυσης και στις μπάρες από κορμούς δέντρων,
λουστραρισμένους τύμβους από αγωνίες αμέτρητες και καψίματα από τσιγάρα,
απομεινάρια σχεδίων,
παλιών ναυαγών,
παρόμοιων ναυαγίων,
που κάποτε μέτρησαν κι αυτοί εδώ την επιβίωση.
Πνιγμένα χθες πάνω σε περιστρεφόμενα σκαμπώ που τρίζουν
με τους αγκώνες ακουμπισμένους πίσω κι αγκαλιά το ποτήρι
ζευγαρώνουμε μόνο με ποτά straight και πίκρα στον ουρανίσκο
 γύρω από παγάκια, ομπρελίτσες, ελίτσες και κερασάκια μαρασκίνο
και φανταχτερά κοκτέιλς από κυκλαδίτικες πινελιές
μαζί με ξένα ονόματα που δεν θυμάται κανένας πια
και ίσως να μην υπήρξαν ποτέ.
Χτυπάει καλά  η μνήμη
και συχνά σερβίρει κώνειο με θεατρικές κινήσεις
με επιτηδευμένα γαλήνιο βλέμμα επαγγελματικής ανοχής
ή ενοχής.
Σπάνια ενδιαφέρει άλλωστε κανέναν ο διασκεδαστής.
Μόνο το έργο του μετράει.
                                    Και οι νεκροί του.

Εκείνες λοιπόν τις μικρές ώρες που οι συγγνώμες στοιχειώνουν,
όσο ψάχνω να βρω πειστικούς τρόπους να μην,
όλα τα φώτα του σύμπαντος με έχουν χεσμένο,
η σχεδία μου μπάζει από παντού,
και διαλύεται.
Η ακαθόριστη μορφή με τα σφηνάκια τεκίλας που με κερνάει,
                                                                        μπορεί να είμαι κι εγώ,
                                                                                    μπορεί κι εγώ να μην είμαι πια,
μπορεί  να μην όλοι μας ,
σηκώνω πρόποση στο είδωλό μου,
απέναντι,
την κάνω όπως και να έχει,
αόριστη η συγκατάβαση στον θολό καθρέπτη της μπάρας,
και στης ζωής μου τα περασμένα εύχομαι αιωνιότητα,
                                                                                    μνήμη,
κι άσπρους πάτους.
Τόσους όσους και τα γιατί που τους χρωστώ μια εξήγηση.

Όταν τελικά οι ομίχλες φουντώσουν, ανάβει η ταμπέλα προς την έξοδο
με παίρνει αγκαζέ η ώρα των γυρισμών
και πάμε παρέα τοίχο-τοίχο.
                                    Τρεκλίζοντας.
Άτσαλη η πορεία της συγχώρεσης.
Αβέβαιο και το αντιστάθμισμα ζωής ξοδεμένης στην μέση του δρόμου
με ανοιχτά τα ερωτηματικά να χάσκουν,
που  για  μια ψευδαίσθηση ελέγχου· δίστασε,
πήρε με σπουδή όλες τις στροφές ανοιχτές,
τάχα πως θα προληφθεί το αναπάντεχο.
                                    Και τελικά πουθενά δεν έφτασε.
                                                            Εδώ έμεινε. Μέσα.


                                                                       (...Cut... Τέλος Δεύτερης Λήψης...)