Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Λευκή στα μαύρα


Σαν αρχίζουν να ξεφλουδίζονται οι επιλογές από τα αίτια
και βρουν τα γεγονότα τον καιρό τους
τότε ξετυλίγεται  και εκείνη η απροσδιόριστα διαρκούσα παιδική ανησυχία
για τα πάντα  
κι αν η τύχη είναι τέτοια
κάπου εκεί γύρω από τα επειδή του ενήλικα
αποκαλύπτονται τα παράξενα κομμάτια της άνοιξης με τις άλλες σημασίες
κι αποδίδονται επιτέλους τα εύσημα που πρέπει στις γυναίκες με τα μαύρα
που όλος ο υπόλοιπος καιρός τους αλλοιωμένος
λες κι από κεκτημένη ταχύτητα

Ρυτίδα κι αυλάκι βαθύ η απουσία στην άκρη των ματιών                                
ενώ η χαρακιά στο βλέμμα τους αιμορραγεί ζωή
κι η απώλεια σφιχταγκαλιασμένα φορεμένη κατάσαρκα
μανταλωμένη με τα σταυρωμένα χέρια στο στήθος
Κι αν όλα τα αύριο λειψά και τα χθες κεριά αναμμένα                                              
αυτές πλέκουν δαντέλες της πίκρας καμωμένες με λεπτό βελονάκι
ή ζακέτες και κασκόλ ζεστά κι ας μην βλέπουν όπως πρώτα
χειροτεχνήματα της απώλειας για δώρα σε δικούς
Χαϊδεύουν τις φωτογραφίες στο σαλόνι με την καλή κορνίζα
και καψαλίζουν τα δάκρυά τους στα θυμιατήρια
                                βάζουν τον χρόνο σε αναστολή  χειμώνα καλοκαίρι
                                                                                 τον μισό πριν και τον άλλον μισό ακόμη πιο πίσω
Λένε του ανέμου λόγια νοερά
ψάλλουν το γλυκύ μου έαρ κάθε μέρα
 και κοιτούν προς τα επάνω
Κι εκείνοι τους,
απαντάνε και βρέχει
και βρέχει
και βρέχει
και φυσά αέρας παλιός

Κι αυτές σαν κάπως να χαίρονται
και περιμένουν κι υπομένουν
                                                                φύλακες των στιγμών τους
με την ιστορία τους φυλακτό ανεκτίμητο στα σφιγμένα τους χείλη
όσο η σιωπή προσκυνά στα πόδια τους

Στα μάτια των παιδιών που γεράσαμε απότομα σε ένα καλοκαίρι
φυσάει πάντα και βρέχει γύρω από  τις μαυροφορεμένες γυναίκες
κι εκείνες περνάνε αέρινες μέσα μας
με την αγάπη κόμπο στα ροζιασμένα χέρια τους
κι ακούγονται αγαπημένες ψυχές στο διάβα τους          

Στα δικά τους τα ξεφλουδίσματα
όσο κι αν παλεύω να κρατήσω μάτια κι αυτιά ανοικτά
μόνο πόνο διακρίνω
Πόνο και θλίψη
και μια ανατριχιαστική στωικότητα
Περασμένα σαν την Δεύτερη Βέρα στην αλυσίδα με τον σταυρό στο στήθος

Και τίποτα από όσα θέλω, λέω και κάνω δεν έχουν σημασία
αν δεν μπορούν να αλλάξουν την φυσική ροή του μαύρου
ή έστω να γεννήσουν ένα μητρικό χαμόγελο


και είναι αυτό αντάμα με εκείνες τις κόκκινες παπαρούνες της σποράς μου
οι σημαντικότεροι λόγοι που μου χρειάζονται


Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Ας είναι και νύχτα


Να άρπαζα λέει τώρα ένα μακρύ τιμόνι
και να πήγαινα βόρεια
που έχω καβάτζα ψυχές
Να χτύπαγα δυο τρεις πόρτες να πω ένα γειά μονάχα
κι από ένα σφηνάκι  Ιάκωβο
όρθιοι εκεί στην πόρτα μπροστά και σιωπή
και νύχτα

και  μετά στο Μικροχώρι
κι ας είναι και  νύχτα
να ξανακούσω  πως  η ζωή μια φορά μόνο μας δίνεται
και να αδειάσω τον Ιάκωβο μέχρι τέρμα
κι ας γέλαγε κι ας κούναγε το κεφάλι μόνο
κι εγώ σιωπή και δάκρυα που δεν υπάρχει πια ήχος

Και μετά ξανά  βορειοδυτικά
στη ρίζα μου
στο ξύλινο το κιβούρι του πιο ψηλά  από την λίμνη
κι ας φτάσω νύχτα
να τον δω μια φορά ακόμα να γελάει
και να αγγιχτούν τα μάτια μας
που μου έδωσε ζωή να γίνω
και να με βρίσει γελώντας  και να κλάψουμε αγκαλιά
που με έμαθε να μην σκύβω
και να ουρλιάξω απώλεια

κι ας γυρίζω πίσω μετά όπως κάθε μέρα
σπινιάροντας νεκρά κομμάτια τις αντοχές μου


Στον αέρα και στα χιλιόμετρα να κάνω περιφορά και τριπλή αναστάσιμη λιτανεία