Τρίτη 2 Μαΐου 2017

5 Μαΐου...



Τα βάζανε κάτω και τα υπολογίζανε
«Πόσες μέρες απεργήσαμε τον προηγούμενο μήνα;
Πέντε εσύ, πέντε εγώ, δέκα σύνολο…
Δεν βγαίνει γαμώτο. Χρωστάμε τέσσερα κοινόχρηστα, η δόση του σπιτιού δεν βγαίνει, έχουμε σε καθυστέρηση και στο ρεύμα. Δεν βγαίνει γαμώτο…»
Μετά, σκύψανε το κεφάλι και βράζανε μέσα τους, κοιτάζοντας την τηλεόραση

Την επόμενη μέρα πήγανε στα σχολεία τους
Εκείνος, σχόλασε λίγο νωρίτερα, πήρε το αυτοκίνητο μέχρι τον πρώτο σταθμό μετρό, τσέκαρε αν έχει μάσκα άνθρακα μαζί του και ξεκίνησε για το συλλαλητήριο
Μπορεί να μην δήλωσε απεργός σήμερα, αλλά στο συλλαλητήριο θα πήγαινε βρέξει-χιονίσει
Όπως έκανε σε όλα τα τελευταία συλλαλητήρια
Σίγουρα θα έβρισκε και κάποιον φίλο κάτω. Όλο εκεί τους έβλεπε τελευταία
Συναντιόντουσαν χωρίς να το έχουν κανονίσει
Ανησυχούσε όμως με τις αντιδράσεις του τελευταία. Όπου γινόταν κανένας τσαμπουκάς με τους ματατζήδες και ήταν κοντά, όρμαγε χωρίς δεύτερη σκέψη
Τι κι αν είχε τρία παιδιά πια, τι κι αν ήταν «βολεμένος δημόσιος υπάλληλος», τι κι αν ήταν σαρανταφεύγα πια, δεν κρατιόταν με τίποτα
Μερικές φορές, είχε τρομάξει και φίλους έτσι αυθόρμητα και παρορμητικά που αντιδρούσε. Δεν το έκανε επίτηδες. Έτσι του έβγαινε.
Όταν βέβαια γύρναγε σπίτι και έβγαζε τα ρούχα που μυρίζανε χημικά στην εξώπορτα και τα παιδιά του δεν τον πλησιάζανε γιατί έζεχνε ιδρώτα και ψεκάσματα, αισθανόταν αμήχανα και άβολα. Τι να εξηγήσει και τι να πει; Μικρά ήταν ακόμη, ήθελε να τα προστατέψει από την πραγματικότητα για λίγο καιρό ακόμη
Η σύντροφος τον ρώταγε μόνο «Είσαι καλά; Έπαθες τίποτα;» και αναστέναζε από κατανόηση με αγωνία μαζί
Μέχρι την επόμενη φορά

Ο Μάης είχε πλέον μπει, είχε πάει πέντε ο μήνας κι αυτός για άλλη μια φορά κατέβαινε «κάτω»
Ο κόσμος ήταν πάρα πολύς
Δεν μπόρεσε να βρει κάποιον φίλο. Κάτι γνωστούς βρήκε αλλά τους άφησε και προχώρησε μπροστά στην πάνω μεριά της πλατείας Συντάγματος, ενώ ακούγονταν ήδη πολλές κρότου-λάμψης.
Όταν έσκασε η μεγαλύτερη ομοβροντία καπνογόνων και χημικών που θυμόταν να είχε βρεθεί εκείνες τις μέρες, ο κόσμος άρχισε να υποχωρεί προς τον Εθνικό Κήπο με φόβο να καταπατηθεί
Στην αρχή, επειδή είχε δει τον αέρα να φυσάει προς την ίδια κατεύθυνση και κατάλαβε πως το χημικό σύννεφο θα τους αγκάλιαζε για περισσότερο χρόνο, φώναξε με μερικούς άλλους «Όχι πίσω παιδιά! Μπροστά πάμε όλοι! Μην πανικοβάλλεστε!!! Μπροστά!»
Μάταιος κόπος. Ο πανικός βουλώνει τα αυτιά
Έμεινε ξαφνικά μόνος του μέσα σε ένα τεράστιο άσπρο σύννεφο, να βήχει πίσω από την φτηνή μάσκα άνθρακα και να προσπαθεί να στερεώσει τα μαύρα γυαλιά ηλίου στα μάτια του, μπας και γλυτώσει λίγο από τα δακρυγόνα
Περπάταγε κόντρα στο σύννεφο, να περάσει μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη και να συνεχίσει στην πορεία. Δεν θα τους πέρναγε γαμώ το φελέκι μου μέσα!
Διέκρινε μερικές φιγούρες ματατζήδων να έρχονται προς το μέρος του, ενώ εκείνος συνέχιζε να περπατάει προς την κατεύθυνσή τους και να βρίζει καντήλια και φύτρες και ιερά και όσια
Ήταν σίγουρος πως θα τελείωνε πολύ σύντομα
Μια γερή γκλομπιά στο κεφάλι και αυτό θα ήταν
Τσιτωμένος από την αδρεναλίνη, περπάταγε σταθερά και περίμενε να αισθανθεί το χτύπημα

Ίσως το ότι έτσι ντυμένος στα ολόμαυρα, στην ηλικία του, με μπανάνα στην μέση και με το στυλ που έμοιαζε για ασφαλίτης, ίσως το παχύ λευκό σύννεφο χημικών, ίσως το ότι έβριζε και προχώραγε μπροστά, ίσως επειδή ήταν απλά κωλόφαρδος, κανείς δεν τον ακούμπησε
Πότε βρέθηκε να περνάει δίπλα από το Μεγάλη Βρετανία και να κάθεται να πάρει ανάσες σε ένα πεζούλι, κλαίγοντας και φτύνοντας χημικά και σάλια, δεν το κατάλαβε
Μια παρέα νεαρών που τον είδε τον ρώτησε αν είναι καλά και αν θέλει λίγο riopan. Τους ευχαρίστησε και αρνήθηκε

Την ωρα που προσπαθούσε να απαλλαγεί από μύξες, σάλια και χημικά, χτύπησε το τηλέφωνο
-          Που είσαι; Θα έρθεις να μας πάρεις από το σχολείο;
-          Είμαι στην Πανεπιστημιού και ξερνάω χημικά· απάντησε
-          Που;;; Μα είπες πως δεν…
-          Πάρε τα παιδιά και πες στον πατέρα σου να σας πάρει. Έρχομαι αλλά θα καθυστερήσω λίγο… Βγάλε στην εξώπορτα μια σακούλα να βάλω μέσα τα ρούχα να τα βγάλουμε στο μπαλκόνι. Να μην με δουν τα παιδιά έτσι…

Σηκώθηκε πέταξε την άχρηστη πια μάσκα άνθρακα των τριων ευρώ και κατηφόρισε στην Πανεπιστημίου
Από την Σταδίου έβλεπε να ανεβαίνει πυκνός μαύρος καπνός και να ακούγονται σειρήνες πυροσβεστικής
Μπήκε στο μετρό και κοίταγε τον κόσμο γύρω του.
Πολλοί είχαν σημάδια από χημικά πάνω τους, άσπρα πρόσωπα από το Maalox, άλλοι έβηχαν συνέχεια
«Να πάω να αγκαλιάσω τα παιδιά μου» σκεφτόταν

Το ίδιο βράδυ, το σοκ της συνειδητοποίησης του τι ήταν εκείνος ο μαύρος καπνός στην Σταδίου, του έκανε το στομάχι χάλια και την ψυχολογία ερείπιο
Κάποια στιγμή, είδε στην τηλεόραση και μια λήψη από το προαύλιο της Βουλής, που έδειξε έναν μοναχικό τύπο στα μαύρα, να χάνεται μέσα σε ένα τεράστιο άσπρο σύννεφο χημικών και να βγαίνει από την άλλη μεριά
Ανατρίχιασε
Αύριο, θα πήγαινε να αγοράσει καινούρια μάσκα, καλύτερα καμιά δεκαριά κι ας ήρθαν και τα καινούρια κοινόχρηστα

……..
Μετά, ο χρόνος πέρασε
Πολλά ξεχάστηκαν, πολλοί ξέχασαν
Εξακολουθεί και χρωστά  τρία κοινόχρηστα, τα παιδιά πάνε και γυρίζουν μόνα τους από τα σχολεία και τις σχολές τους
Του μείνανε τουλάχιστον δύο τρεις μάσκες
Ποτέ δεν ξέρεις…